Τι σημαίνει το game στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης game στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του game στο Αγγλικά.

Η λέξη game στο Αγγλικά σημαίνει παιχνίδι, παιχνίδι, αγώνας, γκέιμ, άθλημα, θήραμα, έχω διάθεση, έχω διάθεση, απόδοση, κομπίνα, στρατηγική, γυμναστική, Ολυμπιακοί Αγώνες, τζογάρω, το παιχνίδι έχει αλλάξει, έκφρ, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, κυρίαρχος του παιχνιδιού, ηλεκτρονικό παιχνίδι, είσαι μέσα;, έχω εξαιρετικές επιδόσεις, αγώνας εκτός έδρας, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, αγώνας μπέιζμπολ, αγώνας μπέιζμπολ, μεγάλο θήραμα, κυνηγός, επιτραπέζιο παιχνίδι, χαρτοπαίγνιο, παιχνίδι για τον υπολογιστή, απάτη, φινάλε, τελικό στάδιο, στόχος, ποδοσφαιρικός αγώνας, αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ, φτερωτό θήραμα, κτ/κπ που τα αλλάζει όλα, κτ/κπ που αλλάζει τα πάντα, κονσόλα παιχνιδιών, κυνηγόσκυλο, ψάρι, ψάρεμα, κυνηγός, κυνήγι, τυχερό παιχνίδι, θέατρο, παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων, πάρκο άγριων ζώων, πούλι, σχέδιο δράσης, καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής, αίθουσα αναψυχής, τηλεπαιχνίδι, θεωρία παιγνίων, μάρκα, θηροφύλακας, πλέι ρουμ, αποκαλύπτω, Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι, εικασία, παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια, απόπειρα παραπλάνησης, εξαπάτησης, αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου, αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ, αξίζει τον κόπο;, σχέδιο εξαπάτησης/παραπλάνησης, χαμένο παιχνίδι, παιχνίδι μνήμης, νόημα, παράνομος τζόγος κατά τον οποίο τα στοιχήματα αφορούν αριθμητικούς συνδυασμούς, παιγνίδι με αριθμούς, παραποίηση αριθμητικών στοιχείων, αλλοίωση αριθμητικών στοιχείων, πιόνι, πιόνι, παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά, ανεβάζω στροφές, ο παπάς, παιχνίδι στρατηγικής, ομαδικό άθλημα, το ποδόσφαιρο, δεν αξίζει τον κόπο, Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, ηλεκτρονικό παιχνίδι, χειριστήριο, αγώνας βόλεϊ, παιχνίδι λέξεων, παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης game

παιχνίδι

noun (organised play)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We play various games after school.
Παίζουμε διάφορα παιχνίδια μετά το σχολείο.

παιχνίδι

noun (fun activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They were just games - nothing serious.
Ήταν απλά παιχνίδια, τίποτα σοβαρό.

αγώνας

noun (sport: session, match)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Shall we watch the tennis game later?
Θα παρακολουθήσουμε το παιχνίδι τένις αργότερα;

γκέιμ

noun (tennis, etc: unit of play)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
With this point, he will win game, set and match.
Με αυτό τον πόντο θα κερδίσει το γκέιμ, το σετ και τον αγώνα.

άθλημα

noun (sport) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Basketball is a fun game to play.
Το μπάσκετ είναι ένα διασκεδαστικό άθλημα για να παίζει κανείς.

θήραμα

noun (uncountable (animals hunted)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Game is abundant on the Baron's estate. We hunt game such as wild turkey.
Υπάρχουν άφθονα θηράματα στη γη του Βαρώνου. Κυνηγάμε θηράματα όπως άγριες γαλοπούλες.

έχω διάθεση

adjective (informal (willing)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
We're going to the bar tonight. Are you game?
Θα πάμε στο μπαρ απόψε. Είσαι μέσα;

έχω διάθεση

(informal (willing to do [sth]) (για κάτι, να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Julia's always game for a challenge.
Η Τζούλια έχει πάντα διάθεση για μια πρόκληση.

απόδοση

noun (informal (sports: performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His game was off for the entire month of May, though it improved in June.

κομπίνα

noun (slang, figurative (scheme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mafia's game was to offer protection services to businesses for a fee.

στρατηγική

noun (strategy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The coach made his game clear to the players.

γυμναστική

plural noun (UK, informal (school subject: sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love English and history, but I really hate games!

Ολυμπιακοί Αγώνες

plural noun (sports: Olympic Games) (μόνο πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Games were held in Barcelona in 1992.

τζογάρω

intransitive verb (slang (gamble)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We go to Las Vegas once a year to game.

το παιχνίδι έχει αλλάξει

noun (US, informal, figurative (changed situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That puts matters in a different light. It's a brand new ball game now.

έκφρ

noun (informal (best possible performance) (τα δυνατά μου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση

expression (informal, figurative (at an advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bruce was ahead of the game because he repaired the roof before the rains came.

κυρίαρχος του παιχνιδιού

expression (informal, figurative (beating competitors) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ηλεκτρονικό παιχνίδι

noun (casino machine) (όχι φορητό)

As a child, I loved playing arcade games like pinball.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γιος μου θέλει να πάει στα ηλεκτρονικά με τους φίλους του αλλά δεν τον αφήνω γιατί είναι μικρός ακόμα.

είσαι μέσα;

noun (informal (are you willing?) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω εξαιρετικές επιδόσεις

expression (figurative (performing brilliantly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγώνας εκτός έδρας

noun (match: not on home field)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The team are playing an away game this Saturday.

παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

noun (sport played with ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No ball games are allowed in this park.

αγώνας μπέιζμπολ

noun (US, informal (baseball match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When my dad takes me to a ball game, he always buys me a hot dog.

αγώνας μπέιζμπολ

noun (baseball match)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
An average baseball game lasts about three hours.

μεγάλο θήραμα

noun (large animals pursued by hunters)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The reserve provides the opportunity to see big game such as lions and elephants.

κυνηγός

noun (hunts large animals)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
President Theodore Roosevelt was a conservationist, but also a big-game hunter.

επιτραπέζιο παιχνίδι

noun (game played on flat board)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We spent all afternoon playing board games because the weather was so bad.
Μιας και ο καιρός ήταν πολύ κακός, περάσαμε όλο το απόγευμα παίζοντας επιτραπέζια.

χαρτοπαίγνιο

noun (activity using playing cards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιχνίδι για τον υπολογιστή

noun (interactive video game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's busy playing his computer games again.

απάτη

noun (scam, fraudulent act)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φινάλε

noun (final part of a chess game) (σκάκι)

Because his rook was trapped, Brian found himself in the endgame of the chess match.

τελικό στάδιο

noun (figurative (final stage of a process) (διαδικασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The endgame will consist of comparing this year's sales numbers to last year's.

στόχος

noun (figurative (justified as a target) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The comedian saw everything and everyone as fair game for his jokes.

ποδοσφαιρικός αγώνας

noun (soccer match)

Chelsea won the football game 2-0.

αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ

noun (American football match)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Super Bowl is the final football game of the professional league season.

φτερωτό θήραμα

noun (wild bird: hunted)

Henry enjoyed hunting game birds such as woodcock, partridge and pheasant.

κτ/κπ που τα αλλάζει όλα, κτ/κπ που αλλάζει τα πάντα

noun (figurative, informal ([sth] revolutionary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
James Joyce's Ulysses was a game changer in the history of the modern novel.

κονσόλα παιχνιδιών

noun (electronic game device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κυνηγόσκυλο

noun (for hunting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hounds and setters make some of the best game dogs.

ψάρι

noun (caught for sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The crew hope to catch a variety of game fish such as tuna, blue marlin, and sailfish.

ψάρεμα

noun (sport: catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The deep blue waters of the Andaman Sea are ideal for game fishing.

κυνηγός

noun (hunts animals)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The game hunter was arrested for shooting a protected species.

κυνήγι

noun (tracking and shooting wild animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Highland Perthshire offers great opportunities for game hunting.

τυχερό παιχνίδι

noun (activity: depends on luck)

Dice is a game of chance.

θέατρο

noun (figurative (deception) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The government is indulging in a game of charades with the opposition in an attempt to force through this unpopular policy.

παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων

noun (activity: depends on skill)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chess is a game of skill.

πάρκο άγριων ζώων

(wildlife reserve)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πούλι

noun (counter or token used in a game) (μικρός δίσκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We couldn't play chess because he lost a game piece.

σχέδιο δράσης

noun (strategy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The game plan was to avoid an early goal while frustrating the other team in midfield.

καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής

noun (wildlife park, safari park)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αίθουσα αναψυχής

noun (recreation area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The nursing home residents gathered in the game room to play bingo.

τηλεπαιχνίδι

noun (tv or radio quiz)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's one of television's most popular game shows You don't have to be brilliant to win a game show.
Είναι ένα από τα πιο διάσημα τηλεπαιχνίδια. Δεν χρειάζεται να είσαι πανέξυπνος για να κερδίσεις σε ένα τηλεπαιχνίδι.

θεωρία παιγνίων

(mathematics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μάρκα

noun (counter or piece used in a game) (αντί για χρήματα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θηροφύλακας

(public official)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

πλέι ρουμ

noun (room with leisure facilities) (καθομιλουμένη)

The game room had all sorts of home arcade games including a pool table, video arcade games, air hockey and foosball.

αποκαλύπτω

verbal expression (divulge [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι

noun (game: identify [sth/sb]) (παιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εικασία

noun (figurative (too little information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια

noun (play activity using only the hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόπειρα παραπλάνησης, εξαπάτησης

noun (US, slang (effort to confuse or delude [sb]) (ΗΠΑ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jan was not invited; her head games disrupted the last meeting.

αγώνας χόκεϊ επί χόρτου, αγώνας χόκεϋ επί χόρτου

noun (UK (field-hockey match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγώνας χόκεϊ, αγώνας χόκεϋ

noun (US, Can (ice-hockey match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αξίζει τον κόπο;

expression (figurative (is the effort required worthwhile?)

σχέδιο εξαπάτησης/παραπλάνησης

noun (deceitful plan, scheme)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm tired of all your little games – why can't you just be honest for once?

χαμένο παιχνίδι

noun (figurative ([sth] doomed to failure) (μεταφορικά)

Fighting the government is a losing game.

παιχνίδι μνήμης

noun (game that tests memory skills)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νόημα

noun (informal, figurative (aim, purpose) (καθομιλουμένη,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
For most students, getting good grades is the name of the game. In the business world, "profit" is the name of the game.
Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος.

παράνομος τζόγος κατά τον οποίο τα στοιχήματα αφορούν αριθμητικούς συνδυασμούς

noun (gambling: illegal lottery)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παιγνίδι με αριθμούς

noun (game involving numbers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραποίηση αριθμητικών στοιχείων, αλλοίωση αριθμητικών στοιχείων

noun (use of numbers to misrepresent fact)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The good fourth quarter results can be put down to the company accountants playing the numbers game.

πιόνι

noun (figurative (unimportant person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred thought he was playing an important role, but really he was just a pawn in Mr. Big's game.
Ο Φρεντ νόμιζε ότι έπαιζε σπουδαίο ρόλο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλά ένα πιόνι στο παιχνίδι του κου Μπιγκ.

πιόνι

noun (board game counter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After rolling the dice, she moved her piece forward five spaces.
Αφού έριξε τα ζάρια προχώρησε το πιόνι της κατά πέντε κουτάκια.

παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά

verbal expression (figurative (co-operate, conform) (μεταφορικά: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No wonder he's a success, he really knows how to play the game.

ανεβάζω στροφές

verbal expression (figurative (intensify or increase [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο παπάς

noun (guessing game) (παιχνίδι)

I'm pretty sure there's some kind of trickery involved in shell games.

παιχνίδι στρατηγικής

noun (game requiring tactical skill)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομαδικό άθλημα

noun (groups competing)

το ποδόσφαιρο

noun (UK, informal (football, soccer)

δεν αξίζει τον κόπο

expression (figurative (effort required is not worthwhile)

Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι

expression (figurative (intention to retaliate) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Two can play that game; if John refuses to help me, then I can refuse to help him!

ηλεκτρονικό παιχνίδι

noun (electronic game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My son loves to sit in front of the TV and play video games with his friends.
Ο γιος μου τρελαίνεται να κάθεται μπροστά από την τηλεόραση και να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια με τους φίλους του.

χειριστήριο

noun (joystick, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγώνας βόλεϊ

noun (volleyball match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιχνίδι λέξεων

(game)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος

noun (win-lose situation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του game στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του game

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.