Τι σημαίνει το get back στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get back στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get back στο Αγγλικά.

Η λέξη get back στο Αγγλικά σημαίνει ξαναπάω, παίρνω πίσω, εκδικούμαι, ανταποδίδω, εκδικούμαι κπ για κτ, επιστρέφω, συνεχίζω, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, γίνομαι γρήγορα καλά, προσβάλλομαι, προσβάλω, εκδικούμαι, εκδικούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get back

ξαναπάω

phrasal verb, intransitive (informal (return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I visited my Aunt in Greece last year and I can't wait to get back!
Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω.

παίρνω πίσω

phrasal verb, transitive, separable (have [sth] returned)

I took my watch to be repaired and I get it back on Tuesday.
Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη.

εκδικούμαι, ανταποδίδω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (take revenge on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To get back at him, she had an affair with his brother.
Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του.

εκδικούμαι κπ για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (take revenge on)

επιστρέφω, συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (resume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd love to talk more but I have to get back to my work now.
Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου.

επιστρέφω, γυρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It would be nice to get back to my hometown one day.

ξαναβρίσκω τη φόρμα μου

verbal expression (informal (regain fitness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bought a gym membership to get back in shape.

ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα

verbal expression (figurative, informal (regain focus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι γρήγορα καλά

verbal expression (informal, figurative (recover quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσβάλλομαι

verbal expression (informal (be offended, annoyed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσβάλω

verbal expression (informal (offend, annoy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδικούμαι

verbal expression (informal (retaliate, get revenge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδικούμαι

verbal expression (informal (get revenge on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get back στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.