Τι σημαίνει το given στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης given στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του given στο Αγγλικά.

Η λέξη given στο Αγγλικά σημαίνει συγκεκριμένος, δεδομένος, τείνω, δεδομένο, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, περιθώριο να υποχωρήσω, δίνω, υποχωρώ, υποχωρώ, διαλύομαι, δίνω, δίνω, βγάζω, δίνω, δίνω, κολλάω, κολλώ, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, χαρίζω, παθαίνω ζημιά, δέχομαι αρνητική κριτική, κατατροπώνομαι, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, μικρό όνομα, μικρά ονόματα, με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι, δεδομένης της κατάστασης, θεόσταλτος, θεόσταλτος, είναι δεδομένο, δέχομαι αρνητική κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης given

συγκεκριμένος

adjective (specified)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You can easily split the table into a given number of columns.
Μπορείς εύκολα να χωρίσεις τον πίνακα σε ένα συγκεκριμένο αριθμό στηλών.

δεδομένος

preposition (granted, considering)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Given his reputation, I'm not sure we should hire him.
Δεδομένης της φήμης του, δεν είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να τον προσλάβουμε.

τείνω

adjective (tending to do) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She is much given to staying out late.
Έχει την τάση να μένει έξω μέχρι αργά.

δεδομένο

noun (obvious fact)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's a given that he'll be late for the wedding.
Είναι δεδομένο ότι θα αργήσει για τον γάμο.

δίνω

transitive verb (hand, pass: [sb] [sth]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you give me that book over there, please?
Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ;

δίνω

transitive verb (hand, pass: [sth] to [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you give that book to me?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο;

δίνω

transitive verb (as a gift) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gave me a tie for my birthday.
Μου δώρισε (or: χάρισε) μια γραβάτα για τα γενέθλιά μου.

δίνω

transitive verb (provide) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you give me something to eat?
Μπορείς να μου δώσεις κάτι να φάω;

δίνω

transitive verb (pay) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll give you five hundred dollars for that car.
Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο.

δίνω

transitive verb (supply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The furnace gives heat to the entire house.
Η θερμάστρα παρέχει θερμότητα σε όλο το σπίτι.

δίνω

transitive verb (assign, allot) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After three interviews she was given the job.
Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά.

περιθώριο να υποχωρήσω

noun (informal (tendency to yield)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The floor has a bit of give in it.
Το πάτωμα υποχωρεί λιγάκι.

δίνω

intransitive verb (contribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please give generously.

υποχωρώ

intransitive verb (compromise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Someone has to give or we'll be here all night.

υποχωρώ

intransitive verb (yield under pressure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This door gives when you lean on it.

διαλύομαι

intransitive verb (collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chair gave underneath him.

δίνω

transitive verb (present, perform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's giving a piano concert tonight.

δίνω

transitive verb (place in [sb]'s care) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I gave them the house keys for the week.

βγάζω

transitive verb (utter) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gave a shout and ran towards her.

δίνω

transitive verb (cause) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It gives me great pleasure to welcome you tonight.

δίνω

transitive verb (donate) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gave his heart and lungs to science.

κολλάω, κολλώ

transitive verb (infect) (καθομ: κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's given me her cold.

δίνω

transitive verb (deliver) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Give them our fondest regards.

δίνω

transitive verb (inflict) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gave detention to the whole class.

δίνω

transitive verb (administer) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How much aspirin should I give her?

δίνω

transitive verb (devote) (κάτι σε/για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gave her life to the human rights movement.

χαρίζω

transitive verb (make pregnant) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her husband gave her two boys within three years of the wedding.

παθαίνω ζημιά

verbal expression (be beaten, damaged)

Our garden shed took a battering in the hurricane.

δέχομαι αρνητική κριτική

verbal expression (figurative (suffer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The film got a battering from critics.

κατατροπώνομαι

verbal expression (figurative, informal (be defeated: at sport, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Democrats took a thrashing on Election Day.

αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία

expression (figurative, informal (if allowed, able)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would take that job, given half a chance.

μικρό όνομα

noun (first name)

Mrs. Johnson's given name is Edith.
Το μικρό όνομα της κυρίας Τζόνσον είναι Έντιθ.

μικρά ονόματα

plural noun (first, middle names)

Mr. Wilson's given names are Howard and Nicholas.
Τα μικρά ονόματα του κύριου Γουίλσον είναι Χάουαρντ και Νίκολας.

με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι

conjunction (in view of the fact that)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Given that you weren't really listening, I see why you don't understand.
Δεδομένου ότι δεν πρόσεχες και πολύ, μπορώ να αντιληφθώ γιατί δεν καταλαβαίνεις.

δεδομένης της κατάστασης

adverb (in view of the situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεόσταλτος

adjective (welcomed or cherished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεόσταλτος

adjective (inborn, natural) (μτφ: χάρισμα, ταλέντο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είναι δεδομένο

expression (it's a fact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There is going to be a big line-up for tickets: it's a given. It's a given that junk food is not good for your health.

δέχομαι αρνητική κριτική

verbal expression (figurative, informal (be attacked verbally, in writing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The movie took a bashing from the critics.
Οι κριτικοί έθαψαν την ταινία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του given στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του given

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.