Τι σημαίνει το hanging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hanging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hanging στο Αγγλικά.

Η λέξη hanging στο Αγγλικά σημαίνει απαγχονισμός, ταπισερί, που κρέμεται, κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, κρεμώ, εκθέτω, κρεμάω, κρεμώ, απλώνομαι, απαγχονίζω, απαγχονίζομαι, τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει, κάθομαι, αιωρούμαι, έχω κτ στο κεφάλι μου, τιμωρούμαι για κτ, τοποθετώ, βάζω, σταυρώνω, κρεμαστή γλάστρα, κρεμαστοί κήποι, Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας, Κρεμαστοί Κήποι της Βομβάης, Κρεμαστοί Κήποι της Ρεμουέρα, κρεμαστοί κήποι, δικαστής που καταδικάζει εύκολα σε θάνατο, σκληρός δικαστής, αυστηρός δικαστής, μόμπιλε, που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια, εύκολο, διακοσμητικό ύφασμα τοίχου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hanging

απαγχονισμός

noun (capital punishment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The murderer was sentenced to death by hanging.
Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού.

ταπισερί

noun (wall textile) (ξενικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane had just moved in and was still putting hangings on the walls.
Η Τζέιν μόλις μετακόμισε και έβαζε ακόμα ταπισερί στους τοίχους.

που κρέμεται

adjective (suspended)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At the top of the rock formation, a large hanging stone juts out.

κρεμάω, κρεμώ

(suspend from a fixed point) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's hang that plant from a hook in the ceiling.
Ας κρεμάσουμε εκείνο το φυτό από έναν γάντζο στο ταβάνι.

κρεμάω, κρεμώ

(fasten to wall, etc.) (κάτι, κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What do you think about hanging the mirror on that wall?
Τι θα έλεγες να κρεμάσουμε τον καθρέφτη σε αυτό τον τοίχο;

εκθέτω

transitive verb (painting: display)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The curators hung the Dalí paintings at the museum.
Ο έφοροι εξέθεσαν τους πίνακες του Νταλί στο μουσείο.

κρεμάω, κρεμώ

(adorn, decorate) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hang the Christmas tree with glass baubles.
Διακόσμησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις γυάλινες μπάλες.

απλώνομαι

(hover, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fog hung over the town all morning.
Η ομίχλη σκέπαζε την πόλη όλο το πρωί.

απαγχονίζω

transitive verb (execute by hanging)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the nineteenth century, it was common to hang criminals.
Τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν σύνηθες να κρεμάνε τους εγκληματίες.

απαγχονίζομαι

intransitive verb (die by hanging)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The thief will hang when they discover his crimes.

τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει

noun (way [sth] hangs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like the sheen of satin, but I prefer the hang of velvet.

κάθομαι

intransitive verb (slang (stay, wait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are just going to hang here till the band arrives.

αιωρούμαι

intransitive verb (hover, dangle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The thick smoke stayed in the air, just hanging, for at least a day after the fire.

έχω κτ στο κεφάλι μου

(figurative (cause worry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't relax with these exams hanging over me.

τιμωρούμαι για κτ

(figurative, informal (pay a price, be punished)

If I damage my mum's car, I'll hang for it.

τοποθετώ

transitive verb (suspend with hinges) (πόρτα σε μεντεσέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenters hung the door on its hinges.

βάζω

(US, colloquial (attach) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government hung a tax provision on the housing bill.

σταυρώνω

(figurative, informal (punish) (μτφ: κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The opposition is going to hang that politician for his actions.

κρεμαστή γλάστρα

noun (suspended woven container for plants)

I've bought trailing plants to fill hanging baskets.

κρεμαστοί κήποι

noun (landscape architecture)

Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας

plural noun (ancient garden, probably mythical)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Κρεμαστοί Κήποι της Βομβάης

plural noun (garden in India)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Κρεμαστοί Κήποι της Ρεμουέρα

plural noun (garden in New Zealand)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρεμαστοί κήποι

plural noun (garden in Israel)

δικαστής που καταδικάζει εύκολα σε θάνατο

noun ([sb] who sentences criminals to execution)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκληρός δικαστής, αυστηρός δικαστής

noun (figurative ([sb] known for harsh sentences)

Lucky for Tom, he didn't get a hanging judge at his sentencing for a petty crime.

μόμπιλε

noun (decoration with dangling parts)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια

adjective (barely surviving)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They only gave him three months to live but he's still hanging on.

εύκολο

noun (figurative (easiest task)

Most people answer the easiest questions—in other words, the low-hanging fruit—in the quiz first.

διακοσμητικό ύφασμα τοίχου

noun (decorative fabric piece hung on a wall)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We bought several beautiful wall hangings on our trip to Peru.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hanging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hanging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.