Τι σημαίνει το herida στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης herida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του herida στο ισπανικά.

Η λέξη herida στο ισπανικά σημαίνει τραύμα, πληγή, πληγή, τραυματισμός, τραυματισμός, ευαίσθητο σημείο, κόψιμο, τραυματισμός, βλάβη, ζημιά, πληγώνω, τραυματισμένος, τραυματισμένος, χτυπημένος, πληγωμένος, πληγωμένος, θύμα, πληγωμένος, θύμα, τραυματισμένος, πληγωμένος, κατεστραμμένος, ματώνω, πληγώνω, ξεσκίζω, κατακόβω, κομματιάζω, τραυματίζω, πληγώνω, πληγώνω, πονάω, πονώ, πονάω, ανοιχτή πληγή, επιφανειακή πληγή, θανάσιμο τραύμα, μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι, τραύμα στο κεφάλι, τραυματισμός σε μάχη, τραύμα από σφαίρα, τραύμα από πυροβόλο όπλο, διατρητικό τραύμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης herida

τραύμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La herida del soldado fue causada por una bala.
Το τραύμα του στρατιώτη προκλήθηκε από σφαίρα.

πληγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Helen fue al doctor porque la herida en su pierna no sanaba.
Η Ελένη πήγε στον γιατρό, επειδή η πληγή στο πόδι της δεν επουλωνόταν.

πληγή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rosa creía que su separación de Ian sería una herida que nunca sanaría.

τραυματισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ken no podía competir en la carrera porque tenía una herida.
Ο Κεν δεν μπορούσε να πάρει μέρος στον αγώνα λόγω του τραυματισμού του.

τραυματισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La herida del tenista en la rodilla era grave.

ευαίσθητο σημείο

nombre femenino (figurado)

Como le tocaron la herida, se salió furiosa del cuarto.
Πέτυχαν την αχχίλειο πτέρνα της και εκείνη όρμησε έξω από το δωμάτιο.

κόψιμο

(formal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El veterinario descubrió una laceración en la pierna del perro.

τραυματισμός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Afortunadamente nadie sufrió daño alguno en el accidente.
Ευτυχώς κανείς δεν υπέστη σωματική βλάβη στο ατύχημα.

βλάβη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sue admitió que había sufrido daños a causa de las infidelidades de su marido.

ζημιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El daño a la teoría se podría haber evitar si los investigadores hubieran recolectado más evidencia empíricos.

πληγώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los comentarios de George causaron un daño al orgullo de Jane.
Τα σχόλια του Τζορτζ πλήγωσαν την περηφάνια της Τζέιν.

τραυματισμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los soldados heridos fueron enviados a casa.
Οι τραυματισμένοι στρατιώτες στάλθηκαν πίσω στην πατρίδα.

τραυματισμένος, χτυπημένος, πληγωμένος

(άτομο, σώμα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Una ambulancia llevó a los pasajeros heridos al hospital.
Οι τραυματισμένοι επιβάτες οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο.

πληγωμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
James se sintió herido cuando Amanda le dijo que su novela no era nada buena.
Ο Τζέιμς αισθάνθηκε πληγωμένος όταν η Αμάντα είπε ότι το μυθιστόρημά του δεν ήταν καλό.

θύμα

(accidente)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La explosión de gas causó cinco muertos y al menos cien heridos.
Η έκρηξη αερίου προκάλεσε τον θάνατο πέντε ατόμων και υπήρχαν τουλάχιστον 100 τραυματίες.

πληγωμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El niño herido se puso a llorar.
Το πληγωμένο παιδί ξέσπασε σε κλάματα.

θύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El campo de batalla estaba lleno de bajas, y muchos pedían ayuda.
Στο πεδίο μάχης υπήρχαν διάσπαρτοι τραυματίες, πολλοί από τους οποίους καλούσαν για βοήθεια.

τραυματισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El jugador lastimado tuvo que salir del juego.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο λαβωμένος ήρωας ξεψύχησε μετά τη μάχη.

πληγωμένος

(μεταφορικά: αισθήματα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Su ego está un poco herido desde que el público la abucheó.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πληγωμένος μου εγωισμός στάθηκε η αιτία για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μου.

κατεστραμμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Su reputación quedó arruinada después de que el asunto de las falsificaciones saliera a la luz.

ματώνω

(μεταφορικά: την καρδιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ver tanta miseria hería su corazón.

πληγώνω

(μτφ: αισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily hirió el orgullo de Jessica cuando ganó la partida de ajedrez.

ξεσκίζω, κατακόβω, κομματιάζω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραυματίζω, πληγώνω

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike se lastimó las piernas cuando se cayó por las escaleras.
Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες.

πληγώνω

(sentimiento) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El rechazo de Pam hacia Jim lastimó su orgullo.
Η απόρριψη του Τζιμ από την Παμ πλήγωσε τον εγωισμό του.

πονάω, πονώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me duele verte tan infeliz.
Με πονάει να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένο.

πονάω

verbo transitivo (προκαλώ πόνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu comentario me lastimó profundamente.

ανοιχτή πληγή

Deberías tapar la herida abierta para evitar que se infecte. Tuvo que ponerse alcohol en la herida abierta para prevenir una infección.

επιφανειακή πληγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parecía una herida seria, pero en realidad era solo una herida superficial.
Το τραύμα φαινόταν σοβαρό αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο μια επιφανειακή πληγή.

θανάσιμο τραύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bala que le atravesó el corazón le produjo una herida mortal.

μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La herida cortopunzante fue certera había dañado el hígado y dos costillas.

τραύμα στο κεφάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un joven fue atropellado por un auto y está ahora en terapia intensiva con una seria herida en la cabeza.

τραυματισμός σε μάχη

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La herida de guerra que sufrió le produjo la muerte.

τραύμα από σφαίρα

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El hospital cuenta con un doctor especializado en el tratamiento de heridas de bala.

τραύμα από πυροβόλο όπλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todo médico que atienda una herida de arma de fuego debe hacer la denuncia correspondiente a la policía.

διατρητικό τραύμα

nombre femenino (ιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La herida punzante de la víctima le dio la pista del arma utilizada.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του herida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του herida

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.