Τι σημαίνει το hiking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hiking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hiking στο Αγγλικά.
Η λέξη hiking στο Αγγλικά σημαίνει πεζοπορία, πεζοπορία, περπάτημα, κάνω πεζοπορία, περπατάω, περπατώ, αύξηση, άνοδος, ανεβαίνω, σηκώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, μπότες ορειβασίας, μπότες πεζοπορίας, πεζοπορικός όμιλος, μονοπάτι για πεζοπορία, ωτοστόπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hiking
πεζοπορίαnoun (activity: walking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's an outdoor type who enjoys hiking and camping. Είναι άνθρωπος του έξω, ο οποίος απολαμβάνει την πεζοπορία και την κατασκήνωση. |
πεζοπορίαnoun (walk in hilly area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mike went for a hike with his wife in the evening. Ο Μάικ πήγε για περπάτημα με την γυναίκα του το βράδυ. |
περπάτημαnoun (figurative (overly long walk) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It's a pretty long hike to the store from here. Είναι αρκετός ποδαρόδρομος από το μαγαζί μέχρι εδώ. |
κάνω πεζοπορίαintransitive verb (go hillwalking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry hiked in the woods outside of town after work. Ο Λάρι έκανε πεζοπορία στο δάσος έξω από την πόλη μετά τη δουλειά. |
περπατάω, περπατώintransitive verb (figurative (walk long distance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Irene hiked all the way down to her brother's house from here. Η Ιρένε περπάτησε όλη τη διαδρομή από εδώ μέχρι το σπίτι του αδερφού της. |
αύξηση, άνοδοςnoun (price increase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The factory workers enjoyed a big wage hike last month. |
ανεβαίνωphrasal verb, intransitive (clothing: rise up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike always bought the more expensive underwear because the cheap brand always hiked up uncomfortably. |
σηκώνωphrasal verb, transitive, separable (clothing: pull up) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter told his son to hike up his pants before they went into the restaurant. |
εκτινάσσω, εκτοξεύωphrasal verb, transitive, separable (prices, interest rates) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The banks hiked the interest rates up. |
μπότες ορειβασίας, μπότες πεζοπορίαςplural noun (heavy footwear for walking in countryside) Your hiking boots will protect your feet on the long trek ahead. |
πεζοπορικός όμιλοςnoun (group of hillwalkers) |
μονοπάτι για πεζοπορίαnoun (path for walking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ωτοστόπnoun (soliciting free rides at roadside) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Pat decided that hitchhiking was the cheapest way to travel through France. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hiking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hiking
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.