Τι σημαίνει το historia στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης historia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του historia στο ισπανικά.
Η λέξη historia στο ισπανικά σημαίνει ιστορία, ιστορία, ιστορία, ιστορία, ιστορία, ιστορία, -, παραμύθι, θρύλος, αφήγηση, διήγηση, σχέση, λεγόμενα, παρελθόν, είμαι τελειωμένος, είμαι παλιά ιστορία, δακρύβρεχτη ιστορία, παρελθόν, ρομάντζο, κλασικός, που έχει μεγάλη ιστορία, ανά τις εποχές, ανά τους αιώνες, στην ιστορία, αυτό είναι άλλη ιστορία, αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου, ιστορικό ασθενούς, ανθρώπινη ιστορία, ιστορία περιπέτειας, περιπέτεια, όλο το πακέτο, έπος, αισθηματική ιστορία, κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, ιατρικό ιστορικό, φυσική ιστορία, περασμένα ξεχασμένα, ιστορικό απασχόλησης, παγκόσμια ιστορία, ιστορία τέχνης, Μήνας Μαύρης Ιστορίας, ιστορία της γέννησης του Χριστού, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, αστυνομική λογοτεχνία, οι απαρχές, συνηθισμένη ιστορία, αστεία ιστορία, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, βιβλίο iστορίας, η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας, ιατρικός φάκελος, αστυνομικό μυθιστόρημα, πολιτική ιστορία, επαγγελματικό ιστορικό, ιστορία επιτυχίας, αληθινή ιστορία, ιστορία ενηλικίωσης, αρχαία ιστορία, αστυνομική ιστορία, αρχεία νοσοκομείου, έχω παρελθόν, αποτελώ παρελθόν, γράφω ιστορία, φάκελος, ιστορικό ασθενούς, κοινό μυστικό, έρωτας, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, τρομακτική ιστορία, φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας, όλων των εποχών, όλων των εποχών, περασμένα ξεχασμένα, ιστορία τρόμου, μένω στη μνήμη ως, μιλάω για κτ, μιλώ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης historia
ιστορίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me encanta leer acerca de la historia de la Segunda Guerra Mundial. Μου αρέσει να διαβάζω για την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. |
ιστορίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eligió Historia cuando estaba en la universidad. Ξεκίνησε μαθήματα ιστορίας όταν ήταν στο πανεπιστήμιο. |
ιστορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Por favor, cuéntanos una historia. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γιαγιάκα, πες μας την ιστορία του πώς γνώρισες τον παππού. |
ιστορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los amigos se reunieron alrededor del fuego y empezaron a contarse historias. Όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από την φωτιά και έλεγαν ιστορίες ο ένας στον άλλο. |
ιστορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El viejo marinero les contó una historia sobre sus días en el mar. Ο ηλικιωμένος ναύτης τους είπε μια ιστορία από τότε που ταξίδευε στη θάλασσα. |
ιστορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Cuál es la historia entre Amber y Paul? ¿Están saliendo? Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν; |
παραμύθι(coloquial) (μτφ, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Me contó una historia de que su perro se había comido sus deberes. Μου είπε ένα παραμύθι ότι ο σκύλος έφαγε την εργασία της. |
θρύλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La obra es una versión moderna de las antiguas leyendas artúricas. Το θεατρικό είναι μια μοντέρνα εκδοχή των παλιών θρύλων του βασιλιά Αρθούρου. |
αφήγηση, διήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los estudiantes escribieron narraciones sobre los hogares de su infancia. Τα παιδιά έγραψαν διηγήσεις για τα σπίτια της παιδικής τους ηλικίας. |
σχέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella tiene una aventura con un hombre casado. Έχει σχέση με έναν παντρεμένο. |
λεγόμενα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Según su relato, apagó el fuego él solito. |
παρελθόν(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είμαι τελειωμένοςlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) ¡Cuando el jefe se entere de que perdiste a ese cliente eres historia! Όταν μάθει το αφεντικό ότι έχασες αυτόν τον πελάτη είσαι τελειωμένος! |
είμαι παλιά ιστορίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo que hizo hace veinte años ahora es historia antigua e irrelevante. Ό,τι έκανε πριν είκοσι χρόνια είναι παρελθόν και άσχετο. |
δακρύβρεχτη ιστορία(irónico) Continúa con el trabajo, ¡no quiero escuchar más tus tragedias! |
παρελθόν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρομάντζο(libro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A Linda le gusta leer romances. Στη Λίντα αρέσει να διαβάζει ρομάντζα. |
κλασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει μεγάλη ιστορία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανά τις εποχέςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανά τους αιώνεςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην ιστορίαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A lo largo de la historia, las condiciones de la gente han ido mejorando. |
αυτό είναι άλλη ιστορίαexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cantar pop es relativamente fácil, pero cantar ópera... Ésa es una historia diferente. |
αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιστορικό ασθενούς
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El doctor leyó la historia clínica del paciente. |
ανθρώπινη ιστορία
La periodista está trabajando en una historia de interés humano. |
ιστορία περιπέτειας, περιπέτειαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando era chico disfrutaba con las historias de aventuras de Julio Verne y Emilio Salgari. |
όλο το πακέτο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quiero lavado, corte, permanente y tratamiento facial; todo el asunto. |
έποςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αισθηματική ιστορίαlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fue una bonita historia de amor. |
κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο(en un diario) |
κεντρικό θέμα, κύριο θέμα
El artículo más destacado del diario de hoy es sobre el aumento del crimen. |
ιατρικό ιστορικόlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El doctor estudió cuidadosamente la historia clínica del paciente. |
φυσική ιστορίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el secundario me encantaba la historia natural. |
περασμένα ξεχασμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La pelea que tuvieron las chicas ya es cosa del pasado. |
ιστορικό απασχόλησης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si no crees que pueda hacer el trabajo, siempre puedes chequear su historia laboral en la oficina de empleo. |
παγκόσμια ιστορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιστορία τέχνηςnombre femenino (εκπαίδευση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Historia del Arte es una de las asignaturas obligatorias de esta carrera. |
Μήνας Μαύρης Ιστορίαςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιστορία της γέννησης του Χριστού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No me canso de escuchar la historia de la Navidad. |
ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησηςnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La historia de la empresa es muy interesante. |
αστυνομική λογοτεχνία
|
οι απαρχές
La historia primitiva del teléfono se remonta a finales del siglo XIX. |
συνηθισμένη ιστορίαexpresión Es la historia de siempre; vino para triunfar en el teatro y acabó haciendo la calle. |
αστεία ιστορία
Nos contó una historia graciosa sobre sus vacaciones en Tailandia. |
ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se sentaron alrededor del fuego y se contaron historias de miedo. |
βιβλίο iστορίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Me compré un libro de historia para conocer más sobre esa época de nuestro país. |
η ιστορία επαναλαμβάνεταιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Repetir la historia no es lo aconsejable, tengan en cuenta lo mal que nos fue las veces anteriores. |
καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας
Nuestro profesor de historia puede nombrar a todos los reyes y reinas de Inglaterra en orden alfabético. |
ιατρικός φάκελος
|
αστυνομικό μυθιστόρημαnombre femenino (βιβλίο) |
πολιτική ιστορίαnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επαγγελματικό ιστορικό
|
ιστορία επιτυχίαςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) En clase revisamos historias de éxito de empresas locales. |
αληθινή ιστορίαnombre femenino El reportaje que vimos estaba basado en una historia real. |
ιστορία ενηλικίωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρχαία ιστορία
|
αστυνομική ιστορία
|
αρχεία νοσοκομείουnombre femenino (Argentina) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω παρελθόνlocución verbal (με κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αποτελώ παρελθόνexpresión (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γράφω ιστορίαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil Amstrong hizo historia como el primer hombre en pisar la luna. |
φάκελος(αρχείο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El doctor estudió los datos registrados en la historia médica del paciente. Ο γιατρός εξέτασε τον φάκελο του ασθενή. |
ιστορικό ασθενούς
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El doctor le preguntó al hombre algunas preguntas para establecer sus antecedentes médicos antes de atenderlo por un dolor de pecho. |
κοινό μυστικό(figurado) (μεταφορικά) |
έρωτας(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία. |
λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Toda imagen hace una crónica. |
τρομακτική ιστορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας
Como estudiante de historia, Walt siempre ha estado interesado en aprender acerca de civilizaciones pérdidas. |
όλων των εποχώνexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πολλοί θεωρούν τον Μότσαρτ ως τον καλύτερο συνθέτη όλων των εποχών. |
όλων των εποχών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Vimos una película sobre el mejor lanzador de béisbol de todos los tiempos. Είδαμε μια ταινία για τον καλύτερο ρίπτη του μπέιζμπολ όλων των εποχών. |
περασμένα ξεχασμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιστορία τρόμου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μένω στη μνήμη ως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eso será recordado como uno de los peores errores que haya cometido un político. |
μιλάω για κτ, μιλώ για κτ
La antigua leyenda cuenta la historia de una princesa que mató a un dragón. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του historia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του historia
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.