Τι σημαίνει το hoja στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hoja στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hoja στο ισπανικά.

Η λέξη hoja στο ισπανικά σημαίνει λεπίδα, φύλλο, φύλλο, στρώση, φύλλο, φύλλο, φύλλο γυαλιού, φύλλο γραμματοσήμων, λεπίδα, σημειωματάριο, πτυσσόμενο φύλλο, υαλοπίνακας, σελίδα, βιογραφικό σημείωμα, ασπιδίστρα, ασπιντίστρα, αφίσα, πίνακας του σκορ, ενημερωτικό φυλλάδιο, ξυράφι, αειθαλής, φυλλοβόλος, δίφυλλος, ενημερωτικό δελτίο, λογιστικός πίνακας, στουπόχαρτο, φύλλο τριφυλλιού, φύλλο, οικονομικός ισολογισμός, φύλλο δάφνης, φύλλο σφενδάμου, φύλλο φοίνικα, ξυραφάκι, λεπίδα πριονιού, ιστορικό απασχόλησης, υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού, μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου, φύλλο τσαγιού, πληροφοριακό δελτίο, φυλλάδιο, φύλλο πληροφοριών, φύλλο συκιάς, φύλλο χαρτί, λύσεις, απαντήσεις, φύλλα βάσης, έντυπο αίτησης για αποζημίωση, φύλλο, φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί, αμπελόφυλλο, λευκή κόλλα, πτυσσόμενο ένθετο, υαλοπίνακας, υαλοπίνακας, με αφαιρούμενα φύλλα, πράσινα λαχανικά, φυλλώδης, -κοπος, -φυλλος, λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, αειθαλής, φύλλο, φύλλο σφενδάμου, σχέδιο δράσης, φάκελος/μητρώο στρατιωτικού, φύλλο συκής, σημειώσεις, τζαμαρία, λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων, ιστορικό συντήρησης οχήματος, φύλλα παντζαριού, ανεκμετάλλευτη ευκαιρία, φύλλο εργασίας, φύλλο παντζαριού, φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών, λαχανικά, σαλατικά, φορτωτική, φυλλοειδές ελατήριο, φύλλο εργασίας, πλευρά, φυλιίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hoja

λεπίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ocasionalmente, los chefs afilan las hojas de sus cuchillos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Συχνά οι σεφ ακονίζουν τις λεπίδες των μαχαιριών τους.

φύλλο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los árboles perdieron las hojas temprano este año por las heladas.
Τα δέντρα έχασαν νωρίς τα φύλλα τους φέτος εξαιτίας του παγετού.

φύλλο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben dio vuelta la hoja en su libro y siguió leyendo.
Ο Μπεν γύρισε σελίδα στο βιβλίο του και συνέχισε να διαβάζει.

στρώση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Coloque una hoja de papel de aluminio sobre la cacerola.
Βάλε μια στρώση αλουμινόχαρτο στο ταψί.

φύλλο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una resma tiene 500 hojas de papel.
Μια δεσμίδα αποτελείται από 500 κόλλες χαρτί.

φύλλο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La hoja del arce tiene tres puntas.

φύλλο γυαλιού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Como la ventana tenía una forma rara, tuvimos que cortar un nuevo vidrio de una lámina más grande.

φύλλο γραμματοσήμων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Compré tres planchas de sellos en la Oficina de Correos.

λεπίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las cuchillas de mis patines están desafiladas, así que no puedo patinar muy rápido.

σημειωματάριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dani le pidió a sus compañeros una hoja.

πτυσσόμενο φύλλο

nombre femenino

Nina tiró de las hojas para abrir la mesa.

υαλοπίνακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Me gustan las ventanas con muchos cristales pequeños.
Μου αρέσουν τα παράθυρα με πολλά μικρά τζάμια.

σελίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella pasó las páginas de su revista.
Γυρνούσε τις σελίδες του περιοδικού της.

βιογραφικό σημείωμα

Su currículum tenía mucha experiencia relevante.
Το βιογραφικό του περιελάμβανε μεγάλη σχετική προϋπηρεσία.

ασπιδίστρα, ασπιντίστρα

(καλλωπιστικό φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφίσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los estudiantes repartieron volantes para promocionar el baile de fin de curso.

πίνακας του σκορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De acuerdo con el marcador, ¡estoy ganando!

ενημερωτικό φυλλάδιο

El folleto dice cómo debes usar la medicina.

ξυράφι

(de afeitar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El barbero estaba afilando su navaja en un asentador.
Ο κουρέας ακόνιζε το ξυράφι του σε ένα λουρί ακονίσματος.

αειθαλής

locución adjetiva (κρατάει τα φύλλα του όλο το χρόνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los robles de esta zona son principalmente de hoja perenne.

φυλλοβόλος

(botánica) (δέντρο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El bosque está compuesto de una mezcla de árboles de hoja caduca y de hoja perenne.

δίφυλλος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se entraba al banco por una puerta de doble hoja.

ενημερωτικό δελτίο

Dan se suscribió sin querer al boletín informativo del club.

λογιστικός πίνακας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El contable introdujo las cifras en la hoja de cálculo.
Ο λογιστής πέρασε τα νούμερα στον λογιστικό πίνακα.

στουπόχαρτο

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο τριφυλλιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικονομικός ισολογισμός

locución nominal femenina

La hoja de balance muestra un aumento saludable de las ganancias.
Ο οικονομικός ισολογισμός δείχνει υγιή αύξηση των κερδών.

φύλλο δάφνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cuando hago un guisado, siempre le agrego una hoja (or: hojita) de laurel de mi jardín.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όποτε φτιάχνω φαγητό στη γάστρα, προσθέτω ένα φύλλο δάφνης από τον κήπο μου.

φύλλο σφενδάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο φοίνικα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los jardineros no recogieron las hojas de palma antes de irse.

ξυραφάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry puso una nueva hoja de afeitar en su rastrillo.

λεπίδα πριονιού

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesito una nueva hoja de sierra para la máquina de corte.

ιστορικό απασχόλησης

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si no crees que pueda hacer el trabajo, siempre puedes chequear su hoja de vida en la oficina de empleo.

υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo manejaba una máquina que moldeaba hojas de metal.

φύλλο τσαγιού

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Algunos adivinos usan las hojas del té para predecir la suerte.

πληροφοριακό δελτίο, φυλλάδιο, φύλλο πληροφοριών

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En la hoja de datos se pueden ver todos los datos específicos del vehículo.

φύλλο συκιάς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La verdadera hoja de la higuera es demasiado irritante para usarse como ropa.

φύλλο χαρτί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Encontró una hoja de papel y escribió una nota.
Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια;

λύσεις, απαντήσεις

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El alumno robó la hoja de respuestas de examen del escritorio de la maestra y vendió las respuestas.

φύλλα βάσης

(βοτανολογία)

έντυπο αίτησης για αποζημίωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
fui a presentar un reclamo y me hicieron llenar un formulario.

φύλλο

(μεταφορικά: μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Desenrolla una hoja de masa y ponlo en una bandeja para horno.

φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί

(κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Estoy escribiendo el poema con bolígrafo negro en esta hoja de papel roja.

αμπελόφυλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λευκή κόλλα

πτυσσόμενο ένθετο

locución nominal femenina

υαλοπίνακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La vidriera estaba hecha de una hoja de vidrio.

υαλοπίνακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με αφαιρούμενα φύλλα

locución adjetiva (carpeta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πράσινα λαχανικά

nombre femenino plural

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυλλώδης

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Deberías agregar algunos vegetales de hoja a tu dieta.
Πρέπει να συμπεριλάβεις κάποια φυλλώδη λαχανικά στην καθημερινή σου διατροφή.

-κοπος

(αριθμός)

-φυλλος

locución adjetiva

λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Janice usó una hoja de cálculo para calcular los costes de la obra.
Η Τζάνις χρησιμοποίησε ένα υπολογιστικό φύλλο για να υπολογίσει τα έξοδα για τις εργασίες κατασκευής.

αειθαλής

(κρατάει τα φύλλα του όλο το χρόνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los árboles de hoja perenne hacen más interesante el paisaje de invierno.

φύλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο σφενδάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El símbolo de Canadá es la hoja de arce.

σχέδιο δράσης

locución nominal femenina (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El presidente explicó su hoja de ruta sobre el futuro de la economía.
Ο Πρόεδρος εξήγησε το σχέδιο δράσης του για το μέλλον της οικονομίας.

φάκελος/μητρώο στρατιωτικού

locución nominal femenina (militar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El sargento tenía una gran hoja de vida y había ganado muchas medallas.

φύλλο συκής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημειώσεις

(βοήθημα για μελέτη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La profesora les repartió las hojas de repaso antes del examen.

τζαμαρία

locución adjetiva

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Robert usa una hoja de cálculo para guardar sus datos.
Ο Ρόμπερτ χρησιμοποιεί ένα υπολογιστικό φύλλο για να καταγράφει τα δεδομένα του.

φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων

(σχολείο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La maestra repartió hojas de ejercicios para que los alumnos las completen.
Ο δάσκαλος μοίρασε φύλλα ασκήσεων για να τα συμπληρώσουν οι μαθητές.

ιστορικό συντήρησης οχήματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando repararon el motor del auto lo anotaron en la hoja de mantenimiento.

φύλλα παντζαριού

Serví la carne con un plato de saludables hojas de remolacha.
Σέρβιρα το κρέας με ένα γεμάτο πιάτο με υγιεινά φύλλα από παντζάρια.

ανεκμετάλλευτη ευκαιρία

φύλλο εργασίας

locución nominal femenina (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Esta hoja de cálculo contiene cinco hojas de trabajo.
Αυτό το υπολογιστικό φύλλο περιέχει πέντε φύλλα εργασίας.

φύλλο παντζαριού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El capataz miró la hoja de trabajo para ver qué trabajos faltaba resolver.

λαχανικά, σαλατικά

locución nominal femenina plural

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¡Necesitas comer verduras de hoja! ¿Qué tal una ensalada?
Πρέπει να τρως τα λαχανικά σου! Τι θα έλεγες για μια σαλάτα;

φορτωτική

φυλλοειδές ελατήριο

locución nominal femenina

φύλλο εργασίας

(contabilidad)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El contador pone las cifras en un borrador de cuentas antes de preparar la factura final.
Ο λογιστής περνά τα νούμερα σε ένα φύλλο εργασίας πριν ετοιμάσει την τελική δήλωση.

πλευρά

(ζώου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυλιίδα

locución nominal masculina (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hoja στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.