Τι σημαίνει το hunt στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hunt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hunt στο Αγγλικά.
Η λέξη hunt στο Αγγλικά σημαίνει πάω για κυνήγι, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνήγι, ομάδα κυνηγών, κυνήγι, κυνηγητό, περιοχή, βγάζω για κυνήγι, κυνηγάω, κυνηγώ, πιάνω, ψάχνω, αναζητώ, ανιχνεύω,αναζητώ, εντοπίζω, ψάχνω ανάμεσα σε, βρίσκω, κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών, αναζήτηση σπιτιού, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, αναζήτηση εργασίας, πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ, κυνηγάω, κυνηγώ, το κυνήγι του θησαυρού, κυνήγι θησαυρού, κυνήγι μαγισσών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hunt
πάω για κυνήγιintransitive verb (kill for sport or food) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan always wanted to hunt, but she never had the time until this year. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
ψάχνω(figurative (search for [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan was late for work because he had to hunt for his keys. Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του. |
κυνηγάω, κυνηγώtransitive verb (kill for sport or food) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jon went to the mountains every year to hunt bears. Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες. |
κυνηγάω, κυνηγώtransitive verb (animal: chase prey) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wolves hunt prey in packs. Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες. |
κυνήγιnoun (killing for sport or food) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The farmer always takes his dogs out on the hunt with him. Ο αγρότης πάντα παίρνει τα σκυλιά του μαζί του στο κυνήγι. |
ομάδα κυνηγώνnoun (hunting party) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The hunt crossed the stream in pursuit of the game. Η ομάδα των κυνηγών διέσχισε το ρέμα καταδιώκοντας το θήραμα. |
κυνήγιnoun (animal: chasing prey) (με γενική ή για κτ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The hunt for fish takes up most of a seal's day. Μια φώκια ασχολείται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της με το κυνήγι των ψαριών. |
κυνηγητόnoun (search) (μεταφορικά: για κτ/κπ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The hunt for the killer took several years. Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια. |
περιοχήnoun (territory) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cougar's hunt reached from the edge of the city to the river. |
βγάζω για κυνήγιtransitive verb (dated (direct dogs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The nobleman went out to hunt his hounds. |
κυνηγάω, κυνηγώtransitive verb (patrol area for game) (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The wolves hunted their territory for centuries. Οι λύκοι κυνηγούν στην περιοχή τους εδώ και αιώνες. |
πιάνωphrasal verb, transitive, separable (find criminal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cop swore he would hunt down the murderer. Ο αστυνομικός ορκίστηκε πως θα έπιανε τον δολοφόνο. |
ψάχνω, αναζητώphrasal verb, transitive, inseparable (seek, search for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I was hunting for the keys, but they won't appear. The detectives hunted for the clue that would finally solve the crime. Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα. |
ανιχνεύω,αναζητώphrasal verb, transitive, inseparable (scavenge for, track down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My cat hunts for mice every night. |
εντοπίζωphrasal verb, transitive, separable (track down, locate) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνω ανάμεσα σεphrasal verb, transitive, inseparable (search among) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I hunted through all the dusty, discarded papers in the attic, hoping to find my grandfather's birth certificate. |
βρίσκωphrasal verb, transitive, separable (informal (find [sb/sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve hunted up some wood to put on the fire. |
κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγώνnoun (search for chocolate or decorated eggs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naomi organized an Easter egg hunt for the children. |
αναζήτηση σπιτιούintransitive verb (search for house to buy) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντούintransitive verb (search everywhere) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I hunted high and low for my keys, but they were nowhere to be found. |
αναζήτηση εργασίαςnoun (search for employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτverbal expression (look for [sth], [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When he turned 18, Ron went on the hunt for his biological parents. |
κυνηγάω, κυνηγώverbal expression (look for [sth], [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My cat is always on the hunt for mice and birds. |
το κυνήγι του θησαυρούnoun (searching game) (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Our team won the school's scavenger hunt. |
κυνήγι θησαυρούnoun (game: search for [sth] precious) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Scouts are taking part in a treasure hunt. |
κυνήγι μαγισσώνnoun (figurative (persecution) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The investigation rapidly turned into a witch hunt. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hunt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hunt
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.