Τι σημαίνει το impedir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης impedir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impedir στο ισπανικά.

Η λέξη impedir στο ισπανικά σημαίνει αποτρέπω, εμποδίζω, εμποδίζω, εμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, καθιστώ κτ απαγορευτικό, αντικρούω, ματαιώνω, αποτρέπω, παρεμποδίζω, αποτρέπω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, δεν επιτρέπω, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, εμποδίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, αποτρέπω, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, αποκλείω, εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης impedir

αποτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algunas personas creen que la pena capital impide el crimen.
Ορισμένοι πιστεύουν πως η θανατική ποινή αποτρέπει τα εγκλήματα.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mal tiempo impidió avanzar con el proyecto.
Ο κακός καιρός εμπόδισε σημαντικά την πρόοδο του έργου.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Negándote a vender tu tierra estás impidiendo el progreso.

εμποδίζω

(a alguien hacer) (κάποιον από το να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο μπασκετμπολίστας εμπόδισε τον αντίπαλό του να βάλει καλάθι.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El Presidente pidió a los republicanos que dejasen de impedir el avance de las leyes para mejorar la economía.
Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους Ρεπουμπλικάνους να σταματήσουν να παρεμποδίζουν την εξέλιξη των νομοσχεδίων για την ενίσχυση της οικονομίας.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las anteojeras en la cabeza del caballo impedían su visión.

καθιστώ κτ απαγορευτικό

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las temperaturas del Ártico impiden que se planten cultivos.

αντικρούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los guardas frustraron un intento de invadir la ciudadela.
Οι φρουροί απέτρεψαν μια απόπειρα εισβολής στο οχυρό.

ματαιώνω, αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno fue capaz de prevenir el ataque terrorista usando inteligencia recopilada por los espías.

παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεμποδίζω, εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fumar dificulta el crecimiento.
Το κάπνισμα καθυστερεί την ανάπτυξή.

δεν επιτρέπω

(σε κπ να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los padres de la chica le prohibieron salir al pub.
Οι γονείς της έφηβης της απαγόρεψαν να βγαίνει στην παμπ.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez le prohibió a Lewis conducir durante un año.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

(demorar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El terreno escabroso dificultaba el avance de los excursionistas.

εμποδίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El guardia de tránsito obstaculizó a los chicos cuando quisieron cruzar la calle.

αποτρέπω

(κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un agente de policía le impidió acceder al edificio.
Ο αστυνομικός την απέτρεψε από το να μπει στο κτίριο.

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me negaron la entrada a la suite presidencial porque les parecí sospechoso.

αποκλείω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniel llegó tarde al trabajo porque la tormenta se lo impidió.
Ο Ντάνιελ άργησε στη δουλειά γιατί τον εμπόδισε η καταιγίδα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impedir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.