Τι σημαίνει το impuesto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης impuesto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impuesto στο ισπανικά.

Η λέξη impuesto στο ισπανικά σημαίνει επιβάλλω, δίνω, επιτάσσω, υπαγορεύω, επιβάλλω, επιβάλλω, επιβάλλω, επιβάλλω, κάνω κάτι να περάσει, επιβάλλω, επιβάλλω, εντέλλομαι, βάζω, αυξάνω, φορολογώ, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, φόρος, φόρος, δασμός, παρακράτηση φόρου για χρηματοδότηση της παιδείας, εξαναγκασμένος, επιβεβλημένος από κπ/κτ, δασμός, φόρος, δασμός, φόρος, φόρος, φόρος, ένσημα, δασμός, φόρος, επιβαλλόμενος, επιβάλλω κτ σε κπ, πασάρω, πλασάρω, αγγίζω, θεραπεύω αγγίζοντας, επιβάλλω ποινή προστίμου, ξαναεπιβάλλω, επιβάλλω, επιβάλλομαι, ξαναεπιβάλλω, επιβάλλω, κάνω κάτι βίαια, απότομα, θέτω όρους/κανονισμούς, χώνω κτ με το ζόρι, πετάω κτ σε κτ, καταδίκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης impuesto

επιβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El municipio impuso un nuevo impuesto al aparcamiento.

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él impuso un castigo a toda la clase.

επιτάσσω, υπαγορεύω, επιβάλλω

(όρους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El consultor trató de imponer los términos del pago.

επιβάλλω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este es un mal momento para imponer nuevos impuestos a los trabajadores.
Είναι κακή εποχή για να επιβάλουμε νέους φόρους στους εργαζόμενους.

επιβάλλω

verbo transitivo (συχνά με τη βία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las compañías que no respeten la nueva legislación recibirás una orden judicial para imponer su cumplimiento.
Οι εταιρίες που αγνοούν τη νέα νομοθεσία θα λάβουν δικαστική εντολή που θα τους επιβάλλει να συμμορφωθούν.

επιβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno impuso un cargo por solicitar una licencia de conducir.

κάνω κάτι να περάσει

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A fuerza de persuasión, logramos imponer nuestro criterio.
Με τη δύναμη της πειθούς, μπορέσαμε να κάνουμε το ζήτημα να περάσει.

επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía impuso el orden en la ciudad.
Η αστυνομία επέβαλε την τάξη στην πόλη.

επιβάλλω

verbo transitivo (impuestos) (φόρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno impone tributos al principio de cada año.
Η κυβέρνηση επέβαλε φόρους στην αρχή κάθε έτους.

εντέλλομαι

(algo a alguien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El decreto ordenó que todos los hombres mayores de 16 se alistasen en el ejército.

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ser buen padre implica establecer reglas claras.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φόρος

nombre masculino (τέλος, επιβολή φόρου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El gobierno tiene que aumentar los impuestos.
Η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει τους φόρους.

φόρος, δασμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρακράτηση φόρου για χρηματοδότηση της παιδείας

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La educación se financia con los impuestos.

εξαναγκασμένος

(που επιβάλλεται από κπ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los apagones impuestos durante la Segunda Guerra Mundial hicieron más difícil para los bombarderos enemigos alcanzar sus objetivos.

επιβεβλημένος από κπ/κτ

adjetivo

δασμός, φόρος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No tienes que pagar impuestos en el alcohol que compras en el aeropuerto.
Δεν χρειάζεται να πληρώσεις φόρους για τα αλκοολούχα ποτά που αγοράζεις στο αεροδρόμιο.

δασμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El país tenía un impuesto a las importaciones sobre todos los aparatos electrónicos.
Η χώρα είχε φόρο εισαγωγής για όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές.

φόρος

nombre masculino (εισοδήματος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella ganó mucho dinero el año pasado, pero también pagó mucho en impuestos.
Πέρσι είχε πολλά κέρδη, αλλά πλήρωσε και μεγάλο φόρο.

φόρος

nombre masculino (κατανάλωσης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Se cobra impuesto de ventas en los alimentos?

φόρος

nombre masculino (κληρονομιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella tuvo que pagar muchos impuestos en la sucesión de su madre cuando esta murió.

ένσημα

nombre masculino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A Sarah le enfadaba mucho que le dijeran que vivía de las subvenciones. Estuvo pagando sus impuestos durante veinte años antes de quedarse en el paro.

δασμός

(sobre productos de importación)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El gobierno está intentando minimizar los obstáculos al comercio reduciendo los aranceles.

φόρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se impone una tasa sobre los negocios.
Οι φόροι επιβάλλονται στην περιουσία των επιχειρήσεων.

επιβαλλόμενος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

επιβάλλω κτ σε κπ

El tribunal impuso una multa al negocio.

πασάρω, πλασάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pésimo escritor impuso sus horribles obras al desprevenido público.
Ο φρικτός συγγραφέας πάσαρε τα απαίσια γραπτά του στο ανυποψίαστο κοινό.

αγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando el predicador impuso sus manos sobre él, pudo caminar sin las muletas.

θεραπεύω αγγίζοντας

locución verbal

Jesús impuso las manos en el hombre ciego y pudo ver.

επιβάλλω ποινή προστίμου

(αυθαίρετη ποινή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναεπιβάλλω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me endilgues tus problemas; ¡soluciónalos tú mismo!

επιβάλλομαι

locución verbal (εγώ σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναεπιβάλλω

locución verbal (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλω

(figurado) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres impusieron una carrera en derecho a Imogen desde que era pequeña.
Οι γονείς της Ίμογκεν της επέβαλλαν από μικρή ηλικία μια καριέρα ως δικηγόρος.

κάνω κάτι βίαια, απότομα

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sin importar cuál sea el tema de la conversación, Max siempre impone sus opiniones políticas.

θέτω όρους/κανονισμούς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No estábamos en posición de imponer los términos así que tuvimos que aceptar lo que ellos decidieron.

χώνω κτ με το ζόρι

(μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack siempre consigue imponer sus opiniones religiosas.

πετάω κτ σε κτ

(μεταφορικά: σε κουβέντα)

Siempre impone el tema de la Segunda Guerra Mundial en todas las conversaciones.

καταδίκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impuesto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.