Τι σημαίνει το individual στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης individual στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του individual στο Αγγλικά.

Η λέξη individual στο Αγγλικά σημαίνει χωριστός, ξεχωριστός, άνθρωπος, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός, ατομικός, άτομο, ανεξάρτητο άτομο, ατομικά δικαιώματα, προσωπικές ελευθερίες, αγώνας μικτής ατομικής κολύμβησης, ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, ατομική εκπαίδευση, ατομική διδασκαλία, συνταξιοδοτικός λογαριασμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης individual

χωριστός, ξεχωριστός

adjective (separate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Each apartment has its own individual balcony.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη βγάζετε συμπεράσματα από μεμονωμένα περιστατικά.

άνθρωπος

noun (a single person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Only one individual turned up at opening time.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κοινωνία οφείλει να σέβεται το άτομο.

ξεχωριστός, ιδιαίτερος

adjective (distinctive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The painter has a very individual brush style.

ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός

adjective (of a single person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Each employee has an individual locker.

ατομικός

adjective (for use by one person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An individual serving of apple pie was not enough for him.

άτομο

noun (informal (person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is an odd individual.

ανεξάρτητο άτομο

noun (distinct entity)

Each member of the choir was treated as an individual.

ατομικά δικαιώματα, προσωπικές ελευθερίες

noun (personal freedom or rights)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Monitoring people's telephone calls is an infringement of individual liberty.

αγώνας μικτής ατομικής κολύμβησης

noun (swimming race)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον

noun (personal or civic duty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We all have an individual responsibility to recycle our rubbish.

ατομικός λογαριασμός ασφάλισης

noun (US (personal pension fund)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Individual retirement accounts let you save without paying income taxes until after you retire.

ατομική εκπαίδευση, ατομική διδασκαλία

noun (self-directed learning)

συνταξιοδοτικός λογαριασμός

noun (initialism (individual retirement account)

Tom opened an IRA account when he joined the company.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του individual στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του individual

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.