Τι σημαίνει το iniciar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης iniciar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του iniciar στο πορτογαλικά.

Η λέξη iniciar στο πορτογαλικά σημαίνει ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω, μυώ, εκπαιδεύω, εκκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, χτυπώ τη μπάλα, κάνω αρχικοποίηση, ξεκινώ να κάνω κτ, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, μυώ, βάζω σε λειτουργία, ξεκινώ, αρχίζω, ρίχνω την πρώτη μπαλιά, ξεκινώ, αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, ανάβω, ανοίγω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω να παίζω, ξεκινώ, αρχίζω, φέρνω, βοηθάω κπ στο ξεκίνημά του σε κτ, παίζω, προκαλώ, επιφέρω, εισάγω, μυώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ, αρχίζω, ανοίγω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, κινώ διαδικασίες, πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ, αναχωρώ, αποπλέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης iniciar

ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth iniciou a sequência de lançamento.
Ο Σεθ ξεκίνησε τη διαδικασία εκτόξευσης.

μυώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fraternidade iniciou seus novos membros no fim de semana passado, por isso ninguém apareceu na aula.
Η αδελφότητα μύησε τα νέα της μέλη το περασμένο σαββατοκύριακο και έτσι κανένας τους δεν πήγε στο μάθημα.

εκπαιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry gastou uma hora iniciando seu novo empregado.
Ο Χάρυ ξόδεψε μια ώρα εκπαιδεύοντας τον νέο του υπάλληλο.

εκκινώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joel teve que inicializar seu computador cinco vezes hoje de manhã por causa de um vírus.
Ο Τζόελ χρειάστηκε να μπουτάρει τον υπολογιστή του πέντε φορές σήμερα το πρωί εξαιτίας ενός ιού.

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O padre começa a missa na igreja com uma canção.
Ο ιερέας αρχίζει (or: ξεκινά) τη λειτουργία με έναν ψαλμό.

αρχίζω, ξεκινάω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A água começou a ferver na frigideira.
Το νερό άρχισε (or: ξεκίνησε) να βράζει στο κατσαρολάκι.

αρχίζω, ξεκινάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz começa o seu trabalho assim que chega em casa.
Η Λιζ αρχίζει (or: ξεκινάει) τις εργασίες της για το σχολείο αμέσως μόλις γυρίζει σπίτι.

χτυπώ τη μπάλα

(golfe) (γκολφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω αρχικοποίηση

(começar)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ξεκινώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω μπροστά, βάζω μπρος

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Inicie o seu computador e faça login na rede.
Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos começar a celebração do casamento da princesa.
Ας ξεκινήσουμε τον εορτασμό για τον γάμο της πριγκίπισσας.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Assim que a música começou, a plateia começou a dançar.
Μόλις ξεκίνησε η μουσική, το πλήθος ξεκίνησε να χορεύει.

αρχίζω, ξεκινάω

(ter como grau inicial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os preços das casas aqui iniciam por volta dos US$ 200.000.

αρχίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μυώ

expressão verbal (iniciação na caça)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O líder da caçada iniciou o novato em uma cerimônia especial.

βάζω σε λειτουργία

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω την πρώτη μπαλιά

(beisebol) (στο μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julius começou a arrumar sua coleção de borboletas.
Ο Τζούλιαν άρχισε να ταξινομεί τη συλλογή με τις πεταλούδες του.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante a nossa visita à África, comecei uma amizade com o nosso guia.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας.

ανάβω, ανοίγω

(computador, etc.: ligar, iniciar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vicente precisa começar o projeto da escola logo porque o prazo já é na semana que vem.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρχίζω να παίζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A orquestra começou a tocar uma valsa alegre.
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles começaram a refeição com aperitivos
Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθάω κπ στο ξεκίνημά του σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trabalhar no restaurante do pai dela fez Carla começar a carreira dela de chef.
Το γεγονός ότι εργάζονταν στο εστιατόριο του πατέρα της βοήθησε την Κάρλα στο ξεκίνημα της καριέρας της ως σεφ.

παίζω

(em atividade) (αθλητισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O novato quer começar no jogo grande.

προκαλώ, επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A demissão do ministro está fadada a levantar o debate sobre as razões por trás dela.

εισάγω, μυώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

(BRA) (κτ ή να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe começou logo descascando os vegetais.
Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983.

αρχίζω

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ela afagou o gato, ela começou a espirrar.
Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται.

ξεκινάω με κτ

Demos início com três pontos nos quais concordamos.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo transitivo (για έργα, σχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

verbo transitivo (baralho: primeira jogada)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A multidão estava esperando o show começar.
Το πλήθος περίμενε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η συναυλία.

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um galo canta assim que o dia começa.
Οι κόκορες λαλούν όταν έρχεται η μέρα.

κινώ διαδικασίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα

(começar a conversar com) (με κάποιον, σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναχωρώ, αποπλέω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O porta-aviões iniciou a jornada com oitenta aeronaves embarcadas.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του iniciar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.