Τι σημαίνει το intención στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης intención στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intención στο ισπανικά.
Η λέξη intención στο ισπανικά σημαίνει πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, βούληση, θέληση, νόημα, όρεξη, διάθεση, πρόθεση, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, κακία, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, σκέφτομαι, σκοπεύω, κρυφός, ανομολόγητος, με πολιτικό κίνητρο, ακούσιος, πιθανός, έχοντας αυτό κατά νου, κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος, με πρόθεση να, με σκοπό να, σκοπεύω, έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτ, δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτ, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος, θέλω, έχω την πρόθεση, σχεδιάζω, κανονίζω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, αληθινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης intención
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La intención de Cameron era volver a casa después de la universidad, pero en lugar de eso se quedó y consiguió un trabajo. Η πρόθεση του Κάμερον ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά το πανεπιστήμιο, αλλά αντ' αυτού έμεινε και βρήκε δουλειά. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No era la intención de Amy hacer daño a nadie. Η Άμι δεν είχε πρόθεση να πληγώσει κανέναν. |
πρόθεσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La intención no importa realmente cuando el resultado es desastroso. Η πρόθεση δεν έχει και μεγάλη σημασία όταν το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. |
πρόθεσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su intención era ayudar. Η πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει. |
πρόθεσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Es la creación del mundo una intención o una casualidad? |
βούληση, θέληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νόημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es difícil saber si el significado de un mensaje de texto es literal o irónico. Είναι δύσκολο να καταλάβεις από ένα γραπτό μήνυμα αν το νόημα είναι κυριολεκτικό ή ειρωνικό. |
όρεξη, διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella tiene la idea de teñirse el pelo de rojo. Έκανε κέφι να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Él se fue con la idea de volver pronto. |
σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No pretendía lastimarte, discúlpame si lo que dije te molestó. |
κακία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maldad de Tim para con sus hermanas lo hizo muy impopular. Η κακία του Τιμ προς τις αδελφές του τον έκανε πολύ αντιπαθή. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No busco comprar una colección de enciclopedias en estos momentos. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
σκέφτομαι(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen piensa retirarse a los sesenta años. Η Κάρεν σκοπεύει να πάρει σύνταξη στα εξήντα. |
σκοπεύω(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿De veras te propones atravesar a nado todo el Canal sin mayor entrenamiento previo? Παργματικά σκοπεύεις να διασχίσεις κολυμπώντας τη Μάγχη χωρίς επιπλέον προετοιμασία; |
κρυφός, ανομολόγητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με πολιτικό κίνητροlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era una huelga con intención política, los reclamos eran secundarios, lo que querían era desacreditar al gobierno. |
ακούσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιθανόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έχοντας αυτό κατά νουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος
|
με πρόθεση να, με σκοπό ναlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοπεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo la intención de dejar de fumar a partir de mañana. Σκοπεύω να σταματήσω το κάπνισμα από αύριο. |
έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tengo toda la intención de cumplir mi promesa. |
δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy dispuesta a terminar el informe por mí misma, pero tendrás que darme más tiempo. Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο. |
θέλω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo siento, nunca tuve la intención de lastimarte. Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω. |
έχω την πρόθεσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella no tenía la intención de hacer estallar el tanque de gas al encender un cigarrillo. Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της. |
σχεδιάζω, κανονίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sigo con este trabajo, pero tengo intenciones de volver a estudiar. |
αληθινόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fue un error sin mala fe. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intención στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του intención
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.