Τι σημαίνει το interested στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης interested στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του interested στο Αγγλικά.
Η λέξη interested στο Αγγλικά σημαίνει ενδιαφέρομαι, ενδιαφέρομαι, ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενος, ενδιαφέρον για κτ, ενδιαφέρον για κτ, τόκος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέρον, τόκος, ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, εγωιστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης interested
ενδιαφέρομαιadjective (curious, fascinated) (για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Are you interested in my problems or not? Σε ενδιαφέρουν τα προβλήματά μου ή όχι; |
ενδιαφέρομαι(wanting to do) (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm interested in starting my own business. Ενδιαφέρομαι να ξεκινήσω δική μου επιχείρηση. |
ενδιαφερόμενοςadjective (with personal motives) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The human resources director discussed the conflict with all interested parties. Ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνου δυναμικού συζήτησε για την αντιπαράθεση με όλους τους ενδιαφερόμενους. |
ενδιαφερόμενοςadjective (finance: participating) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The interested parties were all at the meeting to decide the future of the company. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι ήταν στη συνάντηση για να αποφασίσουν για το μέλλον της εταιρείας. |
ενδιαφέρον για κτnoun (curiosity, concern) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Some people have an interest in other cultures while others do not. Κάποιοι δείχνουν ενδιαφέρον για διάφορους πολιτισμούς, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. |
ενδιαφέρον για κτnoun (concern) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My interest in the dispute is based on care for both people. Δείχνω ενδιαφέρον για τη διαμάχη επειδή νοιάζομαι και για τα δύο άτομα. |
τόκοςnoun (finance: earnings) (οικονομία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) This bank account gives 3% interest per year. Αυτός ο λογαριασμός έχει το υψηλότερο ετήσιο επιτόκιο, 3%. |
ενδιαφέρονnoun (hobby) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His interests include biking and studying languages. |
συμφέρονnoun (finance: ownership) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He has a financial interest in this company and may lose all his money. |
συμφέρονnoun (personal benefit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He did what was in his interest and didn't care for the feelings of the others. |
τόκοςnoun (finance: loan) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He pays 7% interest on their car loan. |
ενδιαφέρωtransitive verb (engage attention) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yes, other cultures really interest me. |
κινώ το ενδιαφέρονtransitive verb (induce participation by [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Can I interest you in some ice cream? Θα θέλατε λίγο παγωτό; |
εγωιστήςadjective (selfish, no concern for others) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του interested στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του interested
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.