Τι σημαίνει το ironing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ironing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ironing στο Αγγλικά.
Η λέξη ironing στο Αγγλικά σημαίνει σιδέρωμα, σίδερο, σίδηρος, σίδηρος, σίδηρος, σιδερώνω, βάρη, σίδερο, σίδερο, μπαστούνι του γκολφ, πυρακτωμένο σίδερο, σιδερένιος, σιδερένια δεσμά, σιδερώνω, σιδερώστρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ironing
σιδέρωμαnoun (act of pressing clothes) (ρούχων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mary did the ironing after the washing. |
σίδεροnoun (clothes to be ironed) (ρούχα για σιδέρωμα, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The ironing sat in the basket until the housekeeper was ready. |
σίδηροςnoun (chemistry: element) (το χημικό στοιχείο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Fe is the chemical symbol for iron. Fe είναι το χημικό σύμβολο για το σίδηρο. |
σίδηροςnoun (metal) (μέταλλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) It was made of wrought iron. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κάγκελα στο μπαλκόνι είναι φτιαγμένα από σίδερο. |
σίδηροςnoun (medicine: anaemia treatment) (ιατρική: αγωγή για την αναιμία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She was put on a course of iron for anaemia. Ξεκίνησε μια θεραπευτική αγωγή με σίδηρο για την αναιμία. |
σιδερώνωtransitive verb (press: clothing) (για ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to iron a shirt for work. Πρέπει να σιδερώσω ένα πουκάμισο για τη δουλειά. |
βάρηnoun (slang (training weights) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) She spent some time pumping iron in the gym. |
σίδεροnoun (instrument made of iron) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She picked up a fire iron from the hearth. |
σίδεροnoun (pressing device) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He bought a new steam iron. |
μπαστούνι του γκολφnoun (golf: club) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Niblick was an old name for an eight iron. |
πυρακτωμένο σίδεροnoun (branding iron) (επίσημο) There was a dreadful smell as the iron singed the steer's hide. |
σιδερένιοςnoun as adjective (figurative (strong) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She has an iron determination. |
σιδερένια δεσμάplural noun (shackles) His feet were shackled by leg irons. |
σιδερώνωintransitive verb (press clothing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Do you know how to iron? |
σιδερώστραnoun (flat board for pressing clothes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My sister changes the baby's nappy on her ironing board. Η αδερφή μου αλλάζει την πάνα του μωρού πάνω στη σιδερώστρα της. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ironing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του ironing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.