Τι σημαίνει το lecture στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lecture στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lecture στο Γαλλικά.
Η λέξη lecture στο Γαλλικά σημαίνει ανάγνωση, οντισιόν, ανάγνωσμα, ανάλυση, αναπαραγωγή, play, ανάγνωσμα, ανάγνωση, απαγγελία, απαγγελία, απαγγελία, γραφή κι ανάγνωση, βελόνα πικάπ, αναγνώσιμος από μηχάνημα, μελέτη, κλητήριο θέσπισμα, θάλαμος, θαλαμίσκος, λέσχη βιβλίου, κουμπί play, πλήκτρο play, ανάγνωση ποίησης, τυχαία αναπαραγωγή, ανάγνωση σεναρίου, βιβλία για το καλοκαίρι, βιβλία για τις διακοπές, ψυχρή ανάγνωση, γρήγορη ματιά, γυαλιά ανάγνωσης, κάνω δημόσια ανάγνωση, συνεχίζω να διαβάζω, διαβάζω, καλή διασκέδαση, τυχαία αναπαραγωγή, δωμάτιο για διάβασμα, διδακτικό βιβλίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lecture
ανάγνωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lecture lui prenait tout son temps. Chaque fois qu'on la voyait, elle avait le nez dans un livre. |
οντισιόν(Théâtre) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'actrice fut rappelée pour une deuxième lecture. |
ανάγνωσμαnom féminin (texte à lire) (λόγιος, επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La lecture était courte et facile. |
ανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle est ton interprétation de l'économie ? Ποια είναι η ανάλυσή σου για την οικονομία; |
αναπαραγωγήnom féminin (d'une vidéo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
playnom féminin (touche d'un appareil) (πλήκτρο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Insère le disque et appuie sur la touche lecture. |
ανάγνωσμαnom féminin (επίσημο, λόγιος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette histoire mystérieuse est une bonne lecture pleine d'émotions. |
ανάγνωση, απαγγελίαnom féminin (Poésie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La poétesse lut sa dernière œuvre à la séance de lecture. |
απαγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαγγελία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils font des récitations de poésie dans un café du quartier. Οργανώνουν αναγνώσεις ποίησης σε μια καφετέρια της γειτονιάς. |
γραφή κι ανάγνωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βελόνα πικάπ(d'un tourne-disque) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναγνώσιμος από μηχάνημα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le code-barres des boîtes de conserve est lisible par ordinateur |
μελέτηnom féminin (προσεκτική ανάγνωση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'ai remarqué aucun oubli quand j'ai fait une lecture attentive du rapport. Δεν παρατήρησα να έλειπε κάτι κατά τη μελέτη της αναφοράς. |
κλητήριο θέσπισμα(Droit) (νομικό: κλήτευση σε δίκη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πολλοί δε γνωρίζουν ότι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή εναντίον ενός κλητήριου θεσπίσματος. |
θάλαμος, θαλαμίσκοςnom masculin (βιβλιοθήκη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λέσχη βιβλίου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon club de lecture se réunit tous les premiers lundi du mois pour discuter d'un nouveau livre. |
κουμπί play, πλήκτρο playnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ανάγνωση ποίησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Hier soir, nous sommes allés à une lecture de poèmes à la librairie du coin. |
τυχαία αναπαραγωγήnom féminin |
ανάγνωση σεναρίουnom féminin (Théâtre) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Faisons une première lecture pour nous familiariser avec l'intrigue, ensuite nous commencerons à répéter. |
βιβλία για το καλοκαίρι, βιβλία για τις διακοπέςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψυχρή ανάγνωσηnom féminin (Psychologie) |
γρήγορη ματιά
|
γυαλιά ανάγνωσηςnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il a compris qu'il n'était plus tout jeune quand il a dû acheter des lunettes de lecture pour arriver à lire les petits caractères. Ήξερε ότι μεγάλωνε όταν χρειάστηκε να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης για να βλέπει τα μικρά γράμματα. |
κάνω δημόσια ανάγνωσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nous a fait la lecture de plusieurs de ses poèmes. |
συνεχίζω να διαβάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il rajusta ses lunettes et poursuivit la lecture. |
διαβάζωlocution verbale (Théâtre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les acteurs ont fait une première lecture du texte entier du début à la fin. |
καλή διασκέδαση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je viens vous chercher à la fin du film. Amusez-vous bien ! Θα έρθω να σε πάρω όταν τελειώσει η ταινία. Καλή διασκέδαση! |
τυχαία αναπαραγωγή(lecteur CD,...) James a mis son lecteur de musique en lecture aléatoire. Ο Τζέιμς έβαλε τη συσκευή μουσικής σε τυχαία αναπαραγωγή. |
δωμάτιο για διάβασμαnom féminin (σε σπίτι) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διδακτικό βιβλίοnom masculin (Scolaire) (κείμενα για ανάγνωση) C'est un livre de lecture simple pour l'apprentissage des langues en primaire. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lecture στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του lecture
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.