Τι σημαίνει το left στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης left στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του left στο Αγγλικά.

Η λέξη left στο Αγγλικά σημαίνει αριστερός, αριστερά, αριστερά, αριστερά, μένω, απομένω, αριστερή στροφή, αριστερή, η Αριστερά, φεύγω, φεύγω από κτ, αφήνω, αφήνω, αφήνω κτ για κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω, αφήνω, άδεια, άδεια για να κάνω κτ, άδεια, άδεια, βγάζω φύλλα, κάνω, μένω με κτ, αφήνω, δίνω, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κπ με κτ, μένω πίσω, μένω πίσω, μένω πίσω, μένω δεξιά, μένω αριστερά, η αριστερή όχθη του Σηκουάνα, καλλιτεχνικός, που μένει πίσω, που χρησιμοποιεί το αριστερό μέρος του εγκεφάλου, αριστερή πλευρά του γηπέδου, παίκτης που παίζει στην αριστερή πλευρά του γηπέδου, αριστερός παίκτης, αριστερό χέρι, τα αριστερά μου, αριστερός, αποσκευές προς φύλαξη, φύλαξης αποσκευών, χώρος φύλαξης αποσκευών, αντισυμβατικός, αριστερίζων, που έχει μείνει αναμμένος, που έχει μείνει στο ράφι, που τον αφήνουν απέξω, περισσεύω, μένω, δεξιά πλευρά, που αφήνεται στη μοίρα του/της, αριστερός, σοσιαλιστής, μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματος, αριστερός, σοσιαλιστής, αριστερός, αριστερόχειρας, έμμεση προσβολή, συγκαλυμμένη προσβολή, αριστερόχειρας, αριστερή μπουνιά, αριστερή γροθιά, αριστερίζων, αποφάγια, απομεινάρια, περισσευούμενος, κατάλοιπο, περισσεύματα, απομεινάρια, αριστερά, κάνω swipe left, κάνω αριστερό swipe, αριστερά, επάνω αριστερά, πάνω αριστερά, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, στρίβω αριστερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης left

αριστερός

adjective (side: left-hand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He writes with his left hand.
Γράφει με το αριστερό χέρι.

αριστερά

adverb (toward the left)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In this dance, you hop left and then right.
Σε αυτό τον χορό πηδάς αριστερά και μετά δεξιά.

αριστερά

noun (left side)

Your keys are to your left.
Τα κλειδιά σου είναι στα αριστερά σου.

αριστερά

noun (political wing: socialist) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The politicians on the left opposed the change.
Οι πολιτικοί της αριστεράς διαφώνησαν με την αλλαγή.

μένω, απομένω

adjective (remaining)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There are only three cupcakes left.
Υπάρχουν μόνο τρία κεκάκια ακόμα.

αριστερή στροφή

noun (informal (left-hand turn)

Take a left at the third light.
Κάνε αριστερά.

αριστερή

noun (informal (boxing: punch with left fist) (καθομιλουμένη)

He landed a left on the other man's chin.
Έριξε μια αριστερή στο σαγόνι του αντιπάλου του.

η Αριστερά

noun (liberal position)

Viewed from the left, these statistics seem to arise out of inequality rather than any naturally criminal inclination among this group.

φεύγω

intransitive verb (depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is John here? No, he's already left.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

φεύγω από κτ

transitive verb (go away: from a place)

I'm going to leave this town at three o'clock today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

αφήνω

transitive verb (abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left his wife at home, and went out with his friends on Friday night.
Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ.

αφήνω

transitive verb (let remain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I enjoyed my meal, but left some of the potatoes as I was feeling rather full.
Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει.

αφήνω κτ για κπ

(let remain: for [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He left only one piece of pizza for the others.
Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους.

αφήνω κτ σε κπ

transitive verb (let [sb] keep, take)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Leave me your number in case I need to get in touch.
Άφησέ μου το τηλέφωνό σου, σε περίπτωση που χρειαστεί να επικοινωνήσουμε.

αφήνω κτ σε κπ

(entrust)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can I leave my keys with you in case something happens?
Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι;

αφήνω

transitive verb (forget to bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oh, no. I left the present at home.
Αχ όχι, ξέχασα το δώρο στο σπίτι.

αφήνω

transitive verb (not bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've left the keys on the kitchen table in case you want to go out.
Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις.

άδεια

noun (permission to act)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The commander gave the soldier leave to manage the situation as he wanted.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου έδωσε το ελεύθερο να εργαστώ με τον τρόπο που θεωρώ πιο αποτελεσματικό.

άδεια για να κάνω κτ

noun (permission for absence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My boss gave me leave to study for three months.
Το αφεντικό μου μου έδωσε άδεια για τρεις μήνες, για να μελετήσω.

άδεια

noun (permitted absence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will be on leave until August the fifteenth.
Θα είμαι σε άδεια μέχρι τον δεκαπενταύγουστο.

άδεια

noun (period of absence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has two weeks' leave in the summer.
Έχει δυο εβδομάδες άδεια το καλοκαίρι.

βγάζω φύλλα

intransitive verb (grow leaves)

Many trees leave in the spring, as the weather gets warmer.

κάνω

transitive verb (remainder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Five minus three leaves two.
Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.

μένω με κτ

transitive verb (have remaining) (εγώ ο ίδιος)

The coat cost thirty-five dollars and the shoes cost twenty, so that leaves us only five dollars.
Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μας απέμειναν μόνο πέντε δολάρια.

αφήνω, δίνω

transitive verb (deposit, give)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left his phone number on the answering machine.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες.

αφήνω κτ σε κπ

(bequeath)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In his will, her father left her the antique clock.
Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα.

αφήνω κπ με κτ

(have remaining)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you take that twenty-pound note, you'll leave me with less than five pounds.
Αν πάρεις αυτό το εικοσάρικο, θα με αφήσεις με λιγότερο από πέντε λίρες.

μένω πίσω

verbal expression (not keep up with others)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fit and experienced hikers should stay at the back of the group to ensure no-one gets left behind.

μένω πίσω

verbal expression (figurative (not adapt quickly enough) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I got left behind when the Digital Revolution started.

μένω πίσω

verbal expression (be abandoned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hurry up and get on the bus or you'll get left behind!

μένω δεξιά, μένω αριστερά

(sign: stay on left, right)

The road sign said "keep left."

η αριστερή όχθη του Σηκουάνα

noun (Paris: area south of the Seine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When you go to Paris you must visit the Left Bank to soak up the atmosphere.

καλλιτεχνικός

noun as adjective (intellectual or artistic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jean-Paul Sartre and Simone de Beauvoir inspired many left-bank intellectuals.

που μένει πίσω

adjective (abandoned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The "Home Alone" movies are about a boy who is left behind when his family goes on vacation.
Η σειρά ταινιών «Μόνος στο Σπίτι» αφορούν ένα αγόρι που μένει πίσω (or: που τον αφήνουν μόνο του), όταν η οικογένειά του πάει διακοπές.

που χρησιμοποιεί το αριστερό μέρος του εγκεφάλου

noun ([sb] with dominant left brain hemisphere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We often think of analytical people as left brainers.

αριστερή πλευρά του γηπέδου

noun (baseball: location)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He hit the ball straight to left field.

παίκτης που παίζει στην αριστερή πλευρά του γηπέδου

noun (baseball: player's position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He played left field professionally for 10 years.

αριστερός παίκτης

noun (baseball: player in left field)

αριστερό χέρι

noun (hand on side opposite the right)

Wedding rings are traditionally worn on the left hand. Though widowed, she still wears her wedding ring on her left hand.
Παραδοσιακά, η βέρα φοριέται στο αριστερό χέρι. Αν και χήρα, ακόμα φοράει τη βέρα της στο αριστερό της χέρι.

τα αριστερά μου

noun (side opposite [sb]'s right) (πλευρά)

αριστερός

noun as adjective (relating to the left-hand side)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My car is a left-hand drive.

αποσκευές προς φύλαξη

noun (baggage stored temporarily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλαξης αποσκευών

noun as adjective (for baggage storage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρος φύλαξης αποσκευών

noun (place where baggage may be stored)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I retrieved my bags from the left luggage office.

αντισυμβατικός

adjective (figurative (offbeat, original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αριστερίζων

adjective (figurative (moderately left wing) (πολιτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We now have a left-of-center government, but it's still nothing like socialist.

που έχει μείνει αναμμένος

adjective (not switched off) (επιλογή με βάση το είδος της συσκευής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The TV was left on overnight, which wastes electricity.

που έχει μείνει στο ράφι

adjective (figurative, dated, informal (woman: no longer marriageable) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που τον αφήνουν απέξω

adjective (excluded) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She did not get an invitation to the party, and she felt left out.
Δεν πήρε πρόσκληση για το πάρτι και ένιωσε στην απέξω.

περισσεύω, μένω

expression (remaining)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the party, there was just one bottle of wine left over.
Μετά το πάρτι περίσσεψε (or: έμεινε) μόνο ένα μπουκάλι κρασί.

δεξιά πλευρά

noun (side opposite the right)

The patient has a pain in the left side of her abdomen.

που αφήνεται στη μοίρα του/της

adjective (unsupervised, left alone) (αρνητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστερός, σοσιαλιστής

adjective (politics: socialist) (πολιτική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The opposition was horrified by the new prime minister's left-wing policies.

μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματος

noun (members of socialist or leftist political parties) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The left wing always makes that argument.

αριστερός, σοσιαλιστής

noun (person with left-wing political beliefs) (πολιτική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In the United States 'left winger' is much more of an insult than in the UK.

αριστερός

noun (side opposite the right)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Turn right, walk two blocks, and you'll see my house on the left hand side of the road.

αριστερόχειρας

adjective (having the left hand dominant)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
I sprained my right wrist, but luckily I'm left handed so I can still do most things without difficulty. // My little brother's the only left-handed member of the family.
Στραμπούληξα το δεξί μου χέρι, αλλά ευτυχώς είμαι αριστερόχειρας και μπορώ να κάνω σχεδόν τα πάντα χωρίς δυσκολία. // Ο μικρός αδερφός μου είναι ο μόνος αριστερόχειρας στην οικογένειά μας.

έμμεση προσβολή, συγκαλυμμένη προσβολή

noun (figurative (false compliment, insult)

He said my cake tasted better than it looked - a left-handed compliment if I ever heard one! He paid her a left-handed compliment, saying she was well-built for her height.

αριστερόχειρας

noun (left-handed person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αριστερή μπουνιά, αριστερή γροθιά

noun (slang (left-handed punch)

αριστερίζων

adjective (figurative (beliefs: tending to socialism) (πολιτική)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

αποφάγια, απομεινάρια

adjective (food: uneaten) (φαγητό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Would you finish up that leftover chicken?
Θα τελειώσεις αυτά τα απομεινάρια κοτόπουλου;

περισσευούμενος

adjective (materials: remaining, unused)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
We'll keep those leftover shingles for repairs later.
Θα κρατήσουμε αυτά τα περισσευούμενα κεραμίδια για μεταγενέστερες επισκευές.

κατάλοιπο

noun (figurative ([sth] remaining)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The superstition is a leftover from pagan times.
Η δεισιδαιμονία είναι ένα κατάλοιπο της εποχής της ειδωλολατρίας.

περισσεύματα, απομεινάρια

plural noun (food remaining)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He made a great casserole out of yesterday's leftovers.
Έφτιαξε ένα ωραίο φαγητό στη γάστρα με τα χθεσινά περισσεύματα.

αριστερά

adverb (to the left-hand side)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάνω swipe left, κάνω αριστερό swipe

(on dating app: reject, dismiss) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αριστερά

adverb (on or towards the left-hand side)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was going to the left.

επάνω αριστερά, πάνω αριστερά

noun (upper left-hand area)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

επάνω αριστερός, πάνω αριστερός

adverb (in the upper left-hand area)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στρίβω αριστερά

intransitive verb (go round a left-hand corner)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του left στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του left

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.