Τι σημαίνει το ligne στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ligne στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ligne στο Γαλλικά.
Η λέξη ligne στο Γαλλικά σημαίνει γραμμή, ευθεία, γραμμή, σειρά, αράδα, σώμα, γραμμή, γραμμή, πετονιά, ειρμός, γραμμή, γραμμή, γραμμή, γραμμή, σχέδιο, στυλ, καλώδιο, γραμμή οδηγός, σειρά, χαρακιά, γραμμή, διαγραμμισμένος, γραμμή, τελεία, πρώτη γραμμή, διαδρομή, τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή, διακεκομμένη γραμμή, άμεσος, μη συνδεδεμένος, συνδεδεμένος, στόχαστρο, κάθετος, συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης, τέρμα, σε γραμμή άλφα, με γραμμή άλφα, αφετηρία, κύρια γραμμή, ελεύθερης αλιείας, εκτός σύνδεσης, χωρίς σύνδεση, απ'την αρχή ως το τέλος, σε ευθεία γραμμή, ευθέως, σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση, online, on-line, στο τηλέφωνο, σιδηρόδρομος, πλάγια γραμμή, συνοριακή γραμμή, αγκιστράς, αγκιστριτζής, ψάρεμα με καλάμι, ίχνος, σημάδι, ευθεία διαδρομή, τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης, επόπτης, επιβατικό αεροπλάνο, πρώτη γραμμή, επιβατικό αεροπλάνο, παίκτης στη γραμμή επίθεσης, τελευταίος γύρος, γραμμή, αρχή, τελική ευθεία, γραμμή του πυρός, σειρά διαδοχής, οπτικό πεδίο, όριο, σύνορο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διαδικασία,σειρά ενεργειών, απευθείας γραμμή επικοινωνίας, γραμμή γηπέδου, πρώτη γραμμή πυρός, πετονιά, γραμμή του φάουλ, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, οριζόντια γραμμή, ορίζοντας, γραμμή Μαζινό, γραμμή Μέϊσον - Ντίξον, επεξεργασία εκτός δικτύου, offline επεξεργασία, παράλληλη γραμμή, επιβατικό αεροπλάνο, καλώδιο, σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, γραμμή του σερβίς, γραμμή εκκίνησης, τηλεφωνική γραμμή, γραμμή μεταφοράς, γραμμή τρόλεϊ, υπόγειο καλώδιο, δίαιτα, τεκτονικό ρήγμα, γραµµή τερµατισµού, πολιτική γραμμή, ίσια γραμμή, ευθεία γραμμή, αναλογική σύνδεση, αναλογική γραμμή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, υδροκρίτης στις ΗΠΑ, λεπτή γραμμή τριχοφυίας χαμηλά στην κοιλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ligne
γραμμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il dessina une ligne courbe sur le papier pour montrer la forme. Σχεδίασε μια καμπύλη γραμμή στο χαρτί για να δείξει το σχήμα. |
ευθεία(ίσια, χωρίς καμπύλες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Reportez la droite et le cercle sur le même graphique. Σχεδιάστε την ευθεία γραμμή (or: ευθεία) και τον κύκλο στο ίδιο γράφημα. |
γραμμή, σειρά, αράδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le paragraphe prend dix lignes du livre. Η παράγραφος πιάνει δέκα γραμμές (or: σειρές) στο βιβλίο. |
σώμα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'actrice avait une ligne superbe ! Η ηθοποιός είχε ωραίο σώμα. |
γραμμήnom féminin (transports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le métro a deux lignes, la rouge et la verte. Το μετρό της περιοχής έχει δύο γραμμές: την κόκκινη και την πράσινη. |
γραμμήnom féminin (téléphonique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ligne a été coupée et je l'ai rappelée. Κόπηκε η γραμμή και την ξαναπήρα τηλέφωνο. |
πετονιάnom féminin (Pêche à la ligne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il jeta sa ligne dans l'endroit le plus profond de la rivière pour essayer d'attraper du poisson. Έριξε την πετονιά στο βαθύτερο σημείο του ποταμού προσπαθώντας να πιάσει ένα ψάρι. |
ειρμόςnom féminin (de pensée) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sa ligne de pensée est en accord avec celle des autorités religieuses. Ο ειρμός των σκέψεών του συνάδει με τις απόψεις των θρησκευτικών αρχών. |
γραμμήnom féminin (contour, souvent au pl) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nouvelle voiture était admirée pour ses belles lignes courbes. Θαύμασαν το καινούριο αυτοκίνητο για τις ωραίες καμπυλωτές γραμμές του. |
γραμμήnom féminin (armée : fortifications) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les trois lignes de défense ne les arrêtèrent pas. Οι τρεις αμυντικές γραμμές κατά του εχθρού δεν ήταν αρκετές για να τον σταματήσουν. |
γραμμήnom féminin (Militaire : position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les plus jeunes recrues se retrouvent souvent en première ligne. Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου. |
γραμμήnom féminin (de chemin de fer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un arbre coupé sur la voie a retardé les trains reliant Londres et Manchester. |
σχέδιο, στυλnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλώδιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comme il n'y avait pas d'alimentation électrique, nous avons dû tirer une ligne entre une génératrice et le terrain de camping. |
γραμμή οδηγός(pour écrire droit) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ernest s'est servi d'une règle pour dessiner des lignes sur le papier avant d'écrire sa lettre. Ο Έρνεστ χρησιμοποίησε χάρακα για χαράξει τις γραμμές οδηγούς στο χαρτί πριν αρχίσει να γράφει την επιστολή. |
σειράnom féminin (dans un tableau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le tableau a cinq lignes de données. |
χαρακιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une longue et mince cicatrice formait une ligne sur la joue d'Harry. |
γραμμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτή η γραμμή πηγαίνει στο κέντρο της πόλης. |
διαγραμμισμένος(papier) (χαρτί) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
γραμμήnom féminin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il joue sur la ligne offensive et protège le quarterback. Παίζει στην επιθετική γραμμή και προστατεύει τον αμυντικό. |
τελεία(symbole) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Βάλε μια σειρά από τελείες στο άκρο του χάρτη. |
πρώτη γραμμή(Militaire) (μεταφορικά) Les jambes du soldat tremblèrent quand il entendit qu'il serait envoyé au front (or: en première ligne). Pendant des années, les recrues féminines n'étaient pas autorisées à aller au front. |
διαδρομή(piscine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή(Football américain) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διακεκομμένη γραμμή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
άμεσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un descendant direct de Thomas Jefferson. Είναι άμεσος απόγονος του Τόμας Τζέφερσον. |
μη συνδεδεμένος(Informatique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνδεδεμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στόχαστρο(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le président de l’entreprise est sous le feu des critiques des actionnaires. |
κάθετος(ligne) Utilise l'équerre pour tracer une perpendiculaire. |
συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης(figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τέρμα(Sports) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle fut la première à atteindre l'arrivée. Έφτασε πρώτη στο τέρμα. |
σε γραμμή άλφα, με γραμμή άλφα(jupe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφετηρία(d'une course) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les voitures attendent au départ. |
κύρια γραμμήlocution adjectivale (train) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ελεύθερης αλιείαςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Hier soir on a mangé un succulent bar de ligne. |
εκτός σύνδεσης, χωρίς σύνδεσηlocution adverbiale (Informatique) (υπολογιστές, πληροφορική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
απ'την αρχή ως το τέλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε ευθεία γραμμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Charlemagne est un descendant en ligne directe de Charles Martel. |
ευθέωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai marché en ligne droite jusqu'à chez moi, en évitant tous les pubs que je fréquente habituellement. |
σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάστασηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après avoir eu son bébé, elle était vraiment désireuse de retrouver la ligne le plus vite possible. |
online, on-linelocution adverbiale (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De plus en plus de gens commencent à acheter sur Internet (or: en ligne). |
στο τηλέφωνοadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas transférer l'appel, M. Martin est déjà en ligne. |
σιδηρόδρομος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les voies ferrées du pays étaient en mauvais état. Οι σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση. |
πλάγια γραμμήnom féminin (Sports) Il a attrapé le ballon sur la ligne de touche. |
συνοριακή γραμμήnom féminin Ils ont traversé la ligne de démarcation du Canada au coucher du soleil. Πέρασαν τη συνοριακή γραμμή για τον Καναδά γύρω στο ηλιοβασίλεμα. |
αγκιστράς, αγκιστριτζής(καθομιλουμένη, σπάνιο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y avait des pêcheurs à la ligne tout le long de la berge, à attendre que le poisson morde à l'hameçon. |
ψάρεμα με καλάμιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La pêche à la ligne me semble être un passe-temps très ennuyeux. |
ίχνος, σημάδι(rivière) (πλημμύρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό. |
ευθεία διαδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επόπτης(Football) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επιβατικό αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρώτη γραμμήnom féminin (μτφ: της μάχης) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Jules fut envoyé à la guerre en première ligne. |
επιβατικό αεροπλάνοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίκτης στη γραμμή επίθεσηςnom masculin (Football américain) (αμερικανικό ποδόσφαιρο: θέση παίκτη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τελευταίος γύροςnom féminin (course) (για αγώνες δρόμου) |
γραμμήnom féminin (που οριοθετεί το γήπεδο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le fil directeur de Mark était de traiter les autres comme on aimerait qu'ils nous traitent. |
τελική ευθείαnom féminin À l'approche de la dernière ligne droite, les deux coureurs se sont lancés dans une course palpitante jusqu'à la ligne d'arrivée. |
γραμμή του πυρόςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ils envoient le soldat à l’avant de la bataille, où il sera dans la ligne de tir. |
σειρά διαδοχήςnom féminin Généralement, le prince aîné est le premier dans la ligne de succession du trône. Le vice-président est le plus haut dans la ligne de succession pour le poste de président. Συνήθως, ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρίγκιπας είναι ο πρώτος στη σειρά διαδοχής για την άνοδο στο θρόνο. Ο αντιπρόεδρος βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας για το αξίωμα του προέδρου. |
οπτικό πεδίοnom féminin |
όριο, σύνοροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin |
διαδικασία,σειρά ενεργειών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le plan d'action choisi par son médecin a été couronné de succès. |
απευθείας γραμμή επικοινωνίαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le vice-président a une ligne directe pour parler au président. |
γραμμή γηπέδουnom féminin (Football américain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτη γραμμή πυρόςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετονιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le bar était si gros qu'il a cassé ma ligne de pêche et s'est enfui. |
γραμμή του φάουλnom féminin (Basket-ball) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περιοχή γύρω από τα δοκάριαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οριζόντια γραμμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a tracé une ligne horizontale de gauche à droite sur sa feuille. |
ορίζονταςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Après le premier de coup de feu, il s'est jeté au sol pour ne pas rester dans la ligne de mire du tireur. |
γραμμή Μαζινόnom féminin (Histoire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή Μέϊσον - Ντίξονnom féminin (Histoire américaine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επεξεργασία εκτός δικτύου, offline επεξεργασίαnom masculin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παράλληλη γραμμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand on trace deux lignes parallèles, elles ne se croisent jamais. |
επιβατικό αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλώδιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand la foudre a frappé une ligne électrique dans les environs, notre quartier a subi une panne d'électricité qui a duré plusieurs jours. Des centaines de foyers ont été privés d'électricité lorsque la tempête a endommagé des lignes électriques. Όταν ένας κεραυνός χτύπησε ένα κοντινό καλώδιο, η γειτονιά μας έμεινε χωρίς ηλεκτρικό για αρκετές μέρες. |
σιδηροδρομική γραμμήnom masculin (transports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Port Marie est desservie par 16 lignes de chemin de fer. |
σιδηροδρομική γραμμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή του σερβίςnom féminin (τένις) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραμμή εκκίνησηςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηλεφωνική γραμμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή μεταφοράςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a fallu remplacer des lignes électriques après la terrible tempête. |
γραμμή τρόλεϊnom féminin (χωρίς ράγες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπόγειο καλώδιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίαιταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τεκτονικό ρήγμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) San Francisco est située sur une ligne de fracture. |
γραµµή τερµατισµούnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Seulement douze coureurs ont franchi la ligne d'arrivée. |
πολιτική γραμμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ίσια γραμμή, ευθεία γραμμήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je ne peux pas tracer une ligne droite sans l'aide d'une règle. La plus courte distance entre deux points est la ligne droite. Μπορώ να ζωγραφίσω μια ευθεία γραμμή χωρίς να χρησιμοποιήσω οδηγό. Η πιο σύντομη απόσταση μεταξύ δύο σημείων είναι μια ευθεία γραμμή. |
αναλογική σύνδεση, αναλογική γραμμήnom féminin (τηλεπικοινωνίες) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin (Informatique) |
υδροκρίτης στις ΗΠΑnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les eaux de pluie qui tombent à l'ouest de la ligne de partage des eaux nord-américaine s'écoulent dans l'Océan pacifique. |
λεπτή γραμμή τριχοφυίας χαμηλά στην κοιλιάnom féminin (entre nombril et pubis) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ligne στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του ligne
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.