Τι σημαίνει το limpio στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης limpio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του limpio στο ισπανικά.
Η λέξη limpio στο ισπανικά σημαίνει καθαρίζω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, βγάζω, καθαρίζω, καθαρίζω, μαζεύω κτ από κτ, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, αδειάζω, καθάρισμα, συγύρισμα, καθαρίζω, καθαρίζω, σκουπίζω, σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύω, απομακρύνω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, αφαιρώ τους κοριούς, βγάζω, καθαρίζω, απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι, σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω, ξεσκονίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, πλένω, καθαρίζω, καθαρίζω κτ από το χιόνι, σκουπίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω τραπέζια, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, καθαρίζω, καθαρίζω κτ, βουτάω, βουτώ, σκουπίζω, ξεπλένω, ξεβγάζω, σφουγγαρίζω, εξαγνίζω, πλένω, ξεσκονίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, βγάζω τα εντόσθια, μαζεύω τα πιάτα, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι, ξεσκόνισμα, καθαρίζω το όνομα μου, συγύρισμα, νοικοκυριό, σφουγγαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω με αμμοβολή, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι, τρέχω πίσω από κπ, ξεπλένω κτ/κπ με το λάστιχο, ξεχορταριάζω, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική, τρίβω κτ/κπ με κτ, συμμαζεύω, σκοτώνω, αποτελειώνω, σκοτώνω, ξεκάνω, βγάζω κτ από κτ, σφουγγαρίζω, καθαρίζω, ξεπαραδιάζω, γδύνω, καθαρίζω με μπατονέτα, ξεκαθαρίζω, αδειάζω, καθαρίζω, γδέρνω, μαδάω, καθαρίζω με σφουγγάρι, πλένω καλά, τρίβω καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης limpio
καθαρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre uso lavandina cuando limpio la cocina. Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα. |
καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Limpia tu cuarto y guarda toda tu ropa. Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου! |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lavé el auto con la manguera para limpiar la suciedad. Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά. |
καθαρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Limpié el barro de mis botas. Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου. |
καθαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu cocina está inmaculada, sé que te debe gustar limpiar. Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις. |
μαζεύω κτ από κτ
El camarero limpió la mesa y se llevó los platos. Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι. |
καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi casa está desorganizada porque odio limpiar. |
αδειάζωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los pájaros limpiaron los árboles, no quedó ni una fruta. Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα. |
καθάρισμα, συγύρισμαverbo transitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καθαρίζωverbo intransitivo (casa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Debemos limpiar antes de que lleguen los invitados. Πρέπει να καθαρίσουμε πριν καταφτάσουν οι καλεσμένοι. |
καθαρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué usas para limpiar tu equipo de laboratorio? Τι χρησιμοποιείς για να καθαρίσεις τον εξοπλισμό του εργαστηρίου σου; |
σκουπίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si se te cae vino tinto en la alfombra, y no lo limpiás inmediatamente, nunca podrás sacar la mancha. |
σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Déjame que te limpie las lágrimas. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La saliva ayuda a limpiar la bacterias de los dientes. Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια. |
καθαρίζωverbo transitivo (χώρο όπου μένουν ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Limpiamos los establos todos los días. |
καθαρίζω(lugar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack limpió el establo y le dio de comer a los caballos. |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ τους κοριούς(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγάζω(με πλύσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Crees que podremos limpiar la mancha de tinta? Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι; |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Límpiate la cara y cámbiate la ropa antes de cenar. Καθάρισε το πρόσωπό σου και άλλαξε ρούχα πριν το δείπνο. |
απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι(AR, coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cambio climático nos limpiará a todos. |
σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puedes esperar limpiar tu pasado delictivo como si fuera polvo en un espejo. |
ξεσκονίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Amanda ha estado limpiando toda la mañana. Η Αμάντα ξεσκονίζει όλο το πρωί. |
συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rosa todavía estaba limpiando cuando llegaron los invitados. Η Ρόουζ ακόμα τακτοποιούσε όταν έφτασαν οι καλεσμένοι της. |
πλένω, καθαρίζωverbo transitivo (χαλιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contratamos profesionales para limpiar las alfombras. Προσλάβαμε επαγγελματίες για να πλύνουν (or: καθαρίσουν) τα χαλιά. |
καθαρίζω κτ από το χιόνι(con quitanieves) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trajeron las quitanieves de la ciudad para limpiar las calles del pueblo. |
σκουπίζω, καθαρίζωverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sírvelo con mucho pan para limpiar tanta salsa. Σερβίρετε το με αρκετό ψωμί για να σκουπίσετε (or: καθαρίσετε) τη σάλτσα. |
καθαρίζωverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobernador prometió limpiar la ciudad y poner fin a la red de trata. Ο κυβερνήτης ορκίστηκε να καθαρίζει την πολιτεία και να βάλει τέλος στις σπείρες διακίνησης. |
καθαρίζω τραπέζιαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El primer trabajo de Mark fue limpiar mesas en una cafetería, pero ahora es chef. |
βγάζω, αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La profesora tomó el borrador y limpió lo que había escrito. |
βγάζω, αφαιρώ(frotando) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Limpió las manchas de barro de sus zapatos. Αφαίρεσε την κηλίδα λάσπης από το παπούτσι του. |
καθαρίζωverbo transitivo (establo) (από κοπριά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando se enseñó a los niños a cuidar de los caballos, aprendieron cómo limpiar las cuadras. |
καθαρίζω κτ(από άχρηστα αντικείμενα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si despejas la mesa podemos jugar a las cartas ahí. Αν καθαρίσεις το τραπέζι όπου φάγαμε, θα μπορέσουμε να παίξουμε χαρτιά. |
βουτάω, βουτώ(το υπόλοιπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usó un trozo de pan para embeber los restos de la sopa. |
σκουπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι. |
ξεπλένω, ξεβγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Te molestaría enjuagar el fregadero? Está un poco grasiento. |
σφουγγαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyle fregó el piso después de su turno. Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του. |
εξαγνίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La confesión está hecha para purificarte de tus pecados. Η εξομολόγηση έχει σκοπό να εξαγνίσει την ψυχή σου από τις αμαρτίες σου. |
πλένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los huevos revueltos hacen que la sartén sea difícil de lavar. |
ξεσκονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard desempolvó la biblioteca. Ο Ρίτσαρντ ξεσκόνισε τη βιβλιοθήκη. |
συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ordena tu cuarto en este instante! Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή! |
μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anita vació los armarios y se preparó para la mudanza. Η Ανίτα έβγαλε όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες για να ετοιμαστεί για τη μετακόμιση. |
βγάζω τα εντόσθια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kelly destripó al pez que recién había pescado. Η Κέλι έβγαλε τα εντόσθια από το ψάρι που μόλις έπιασε. |
μαζεύω τα πιάτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Serviré la cena y tú recoges cuando acaben de comer. |
καθαρίζω(quitar piedras, raíces, etc. antes de arar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a desbrozar el terreno y luego plantaremos césped nuevo. Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι. |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depuramos el aire con un filtro. |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de la cena, James le pasó un trapo a la mesa. Μετά το φαγητό ο Τζέιμς καθάρισε το τραπέζι. |
τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tomar mucha agua ayuda a eliminar las toxinas. |
ξεσκόνισμαlocución verbal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aunque el mueble no era viejo, definitivamente necesitaba que se lo limpiara con un trapo. Παρόλο που τα έπιπλα δεν ήταν παλιά, σίγουρα χρειάζονταν ένα καλό ξεσκόνισμα. |
καθαρίζω το όνομα μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγύρισμα, νοικοκυριόlocución verbal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σφουγγαρίζω, καθαρίζωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los vecinos todavía están limpiando los pisos después de que sus casas se inundaran ayer por la tarde. Οι χωρικοί ακόμη σφουγγαρίζουν (or: καθαρίζουν) τα σπίτια τους μετά τις πλημμύρες χθες το απόγευμα. |
καθαρίζω με αμμοβολή(limpieza) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Martha limpió con chorros de arena algunos muebles viejos y los vendió por un alto precio. |
κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No voy a comprar ropa que haya que limpiar en seco. |
καθαρίζω, συγυρίζω σπίτιlocución verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahora que llega la primavera, es momento de limpiar la casa. Τώρα που ήρθε η άνοιξη, είναι καιρός να συγυρίσουμε το σπίτι. |
τρέχω πίσω από κπ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tus hijos son ya muy mayores para que vayas tu detrás recogiendo sus cosas. |
ξεπλένω κτ/κπ με το λάστιχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pregunté a la vendedora si esta alfombra puede limpiarse con manguera. |
ξεχορταριάζωlocución verbal (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ron tiene varias caries porque no usa el hilo dental con regularidad. |
κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρίβω κτ/κπ με κτ
Marc se limpió la cara con una toallita para eliminar la suciedad. Ο Μαρκ έτριψε το πρόσωπό του με μια πετσέτα για να απομακρύνει τη βρωμιά. |
συμμαζεύωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Limpio y ordeno la casa siempre que voy a tener visita. |
σκοτώνω, αποτελειώνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοτώνω, ξεκάνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dicen que lo limpió la mafia por robar dinero del casino. Λέγεται ότι τον ξέκανε η μαφία επειδή έκλεψε λεφτά από το καζίνο. |
βγάζω κτ από κτ(με πλύσιμο) Limpie la mancha de sopa del mantel. Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα. |
σφουγγαρίζω, καθαρίζωlocución verbal (ES) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a limpiar con la fregona la leche que has tirado. Θα σφουγγαρίσω (or: καθαρίσω) το γάλα που έχυσες. |
ξεπαραδιάζω, γδύνω(figurado) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su negoció falló y los vació. Η επιχείρηση δεν πήγε καλά και ξεπαραδιάστηκαν. |
καθαρίζω με μπατονέταlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La enfermera limpió la herida abierta con gasa y puso un vendaje. |
ξεκαθαρίζωlocución verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Primero van a tener que limpiar el desastre creado por la administración anterior. Πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουν το μπέρδεμα που δημιουργήθηκε από την απερχόμενη διοίκηση. |
αδειάζω, καθαρίζω(προφορικό: ένα μέρος από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía dispersó a los mirones de la calle. Η αστυνομία απομάκρυνε τους περίεργους από τον δρόμο. |
γδέρνω, μαδάω(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El timador trató de desplumar a sus víctimas en Internet. |
καθαρίζω με σφουγγάριlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Linda limpió con una esponja la mancha de vino de la alfombra. |
πλένω καλά, τρίβω καλάlocución verbal |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του limpio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του limpio
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.