Τι σημαίνει το low στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης low στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του low στο Αγγλικά.

Η λέξη low στο Αγγλικά σημαίνει χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, σιγανός, λίγος, χαμηλός, πονηρός, ύπουλος, δόλιος, χαμηλά, χαμηλά, πεσμένος, χαμηλός, χαμηλός, χυδαίος, μικρός, μικρότερος, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλά, σιγανά, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλό, χαμηλό, μουγκάνισμα, μουγκανίζω, περιοχή χαμηλής πίεσης, ανάγλυφο, παντού, πάνω κάτω, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, κρατάω χαμηλό προφίλ, εξουδετερώνω, χαμηλή συχνότητα, χαμηλής συχνότητας, παίζω χαμηλά μπάλα, μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης, μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης, κοντινά φώτα, μικρά φώτα, κοντινά φώτα, μικρά φώτα, χαμηλός αριθμός των κυττάρων του αίματος, υπόταση, ύπουλο χτύπημα, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χαμηλός σε θερμίδες, φτωχός σε υδατάνθρακες, φθηνιάρικος, χαμηλής κοινωνικής τάξης, χαμηλό μέγιστο ύψος, χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους, οι Κάτω Χώρες, με χαμηλά λιπαρά, χαμηλού βαθμού, χαμηλός, χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός, χαμηλής έντασης, με μικρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, χαμηλή νοημοσύνη, απαλός, χαμηλών τόνων, διακριτικός, κακή διάθεση, χαμηλή λαιμόκοψη, χαμηλές/μπάσες νότες, τελειώνω, κακή γνώμη, άσχημη γνώμη, κπ που δεν έχει καλή απόδοση, μετοχή χαμηλής απόδοσης, χαμηλό τονικό ύψος, η χειρότερη στιγμή, κακή στιγμή, χαμηλή τιμή, κτ που δεν επείγει, κακή ποιότητα, κακής ποιότητας, χαμηλού κινδύνου, χαμηλή σεζόν, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, δυσθυμία, κακοκεφιά, χαμηλής τεχνολογίας, χαμηλή τεχνολογία, άμπωτη, χαμηλό προφίλ, κακή ορατότητα, κακής ορατότητας, χαμηλή όραση, χαμηλή φωνή, μπάσα φωνή, χαμηλός μισθός, χαμηλόμισθος, χαμηλού κόστους, δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες, δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες, αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους, με βαθύ ντεκολτέ, αραιοδομημένος, χαμηλής πυκνότητας, ποταπός, απλός, γάλα χαμηλό σε λιπαρά, γάλα με χαμηλά λιπαρά, που πετά σε χαμηλό ύψος, χαμηλός, κοντός, εύκολο, χαμηλού εισοδήματος, βασικού επιπέδου, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, χαμηλού υψομέτρου, που δεν θέλει πολύ φροντίδα, ολιγαρκής, κακοπληρωμένος, κακοπληρωμένος, βαθύς, μικρής κλίσης, χαμηλής ισχύος, χαμηλής κατανάλωσης, φθηνός, φτηνός, μικρός, χαμηλού προφίλ, χαμηλόβαθμος, με χαμηλό ενοίκιο, με φτηνό ενοίκιο, κατώτερης ποιότητας, λιγότερο ποιοτικός, χαμηλός, χαμηλοκάβαλος, χαμηλό κτίριο, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ, χαμηλής ειδίκευσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης low

χαμηλός

adjective (not extending or placed high)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This room has low ceilings.
Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια.

χαμηλός

adjective (below normal level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The standard of entries in this year's competition is very low.
Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό.

χαμηλός

adjective (pitch, tone: dull or deep)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you hear that low hum?
Ακούς αυτό το χαμηλό βουητό;

χαμηλός, σιγανός

adjective (quiet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She spoke into his ear in a very low voice.
Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή.

λίγος

adjective (supplies: running out)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Supplies of toilet paper are low.
Οι προμήθειες μας σε χαρτί υγείας είναι λιγοστές.

χαμηλός

adjective (price, etc.: modest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shop is selling jeans at a very low price.
Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές.

πονηρός, ύπουλος, δόλιος

adjective (figurative (underhand, devious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Low tactics like cheating your customers will make you a lot of enemies.
Οι δόλιες (or: ύπουλες) τακτικές όπως η εξαπάτηση των πελατών σου θα σου δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

χαμηλά

adverb (not very high up)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plane flew low over the houses.
Το αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από τα σπίτια.

χαμηλά

adverb (down: to or in a low position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He bent down low to kiss his child.
Έσκυψε χαμηλά για να φιλήσει το παιδί του.

πεσμένος

adjective (figurative (depressed) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm feeling low today after hearing the bad news.
Νιώθω πεσμένος σήμερα αφού άκουσα τα κακά νέα.

χαμηλός

adjective (figurative (humble, inferior) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was from a low caste.
Ήταν από χαμηλή κάστα.

χαμηλός

adjective (figurative (negative, unfavourable) (μεταφορικά: αρνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a low opinion of people like him.
Έχω χαμηλή εκτίμηση προς τα άτομα όπως αυτός.

χυδαίος

adjective (figurative (vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't want you using low language like that around the children.
Δεν θέλω να χρησιμοποιείς τέτοια χυδαία γλώσσα μπροστά στα παιδιά.

μικρός, μικρότερος

adjective (gear: lower)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We put the car into low gear to climb the hill.
Βάλαμε μικρότερη ταχύτητα στο αμάξι, για να καταφέρει να ανέβει τον λόφο.

χαμηλά

adjective (sun: setting)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sun was low and about to set.
Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει.

χαμηλά

adjective (sun: starting to rise)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was early morning, and the sun was still low.

χαμηλά, σιγανά

adverb (in a quiet voice)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He spoke low so nobody could hear.
Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς.

χαμηλά

adverb (at a low pitch)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hope you sing bass because you need to sing this song very low.
Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

χαμηλά

adverb (at a low price)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The rule with stocks is: buy low, sell high!
Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά!

χαμηλό

noun (minimum)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The stock hit a record low for the year.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο.

χαμηλό

noun (weather: depression)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
There is a low centred over the Atlantic, causing storms.
Υπάρχει ένα χαμηλό (or: χαμηλό βαρομετρικό) πάνω από τον Ατλαντικό που προκαλεί καταιγίδες.

μουγκάνισμα

noun (moo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cow's low was a mournful sound in the middle of the night.
Το μουγκάνισμα της αγελάδας ακουγόταν θλιβερό μέσα στη νύχτα.

μουγκανίζω

intransitive verb (moo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cattle were lowing.

περιοχή χαμηλής πίεσης

noun (meteorology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A stationary area of low pressure over the Great Lakes has brought us a week of rain and fog.

ανάγλυφο

noun (Gallicism (raised sculpture effect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pattern is carved in bas-relief on the temple wall.

παντού, πάνω κάτω

adverb (all over the place, everywhere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I searched high and low for my glasses but couldn't find them.

τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού

intransitive verb (search everywhere) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hunted high and low for my keys, but they were nowhere to be found.

κρατάω χαμηλό προφίλ

verbal expression (be inconspicuous)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the argument I kept a low profile for a few days. Spies tend to keep a low profile to avoid attention.
Μετά τον καυγά κράτησα χαμηλό προφίλ για μερικές μέρες. Οι κατάσκοποι συνήθως κρατούν χαμηλό προφίλ για να μην τραβούν την προσοχή.

εξουδετερώνω

verbal expression (overcome, incapacitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαμηλή συχνότητα

noun (initialism (low frequency)

χαμηλής συχνότητας

noun as adjective (initialism (low frequency) (σε γενική)

παίζω χαμηλά μπάλα

verbal expression (figurative (not draw attention to yourself) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης

noun (camera: low down)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The actor was filmed from a low angle which made him look very tall.

μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης

noun as adjective (shot: from low down)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The photographer used a low-angle shot to emphasize the model's height.

κοντινά φώτα, μικρά φώτα

noun (headlights: dimmest setting)

The driver put the headlights on low beam so that he wouldn't dazzle other motorists.

κοντινά φώτα, μικρά φώτα

noun as adjective (headlights: on dimmest setting)

I put the headlights on their low-beam setting.

χαμηλός αριθμός των κυττάρων του αίματος

noun (low number of cells in [sb]'s blood)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A low blood count may indicate that you have anaemia.

υπόταση

noun (hypotension)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Low blood pressure can make you feel dizzy.

ύπουλο χτύπημα

noun (figurative (unfair criticism)

You told him he was stupid? That's a low blow.

χτύπημα κάτω από τη ζώνη

noun (boxing: illegal hit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαμηλός σε θερμίδες

adjective (containing few calories)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The best way to lose weight is to go on a low-calorie diet and do plenty of exercise.

φτωχός σε υδατάνθρακες

adjective (informal (containing few carbohydrates)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
A low-carb diet is an effective way of losing weight.

φθηνιάρικος

adjective (figurative (base, vulgar) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The white establishment regarded jazz as a form of low-class entertainment.

χαμηλής κοινωνικής τάξης

adjective (indicating social status)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
After he lost his job they had to move to a low-class neighbourhood near the railway station.
Αφότου τον απέλυσαν, έπρεπε να μετακομίσουν σε μια γειτονιά χαμηλής κοινωνικής τάξης κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.

χαμηλό μέγιστο ύψος

noun (bridge, etc.: too low for heavy vehicles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He knew his truck was 14 feet 6 inches high, but stupidly he ignored the sign "Low clearance - 14 feet.".

χαμηλό κόστος

noun (cheap price)

The tablet's advantages are its low cost and user-friendly design.

χαμηλού κόστους

adjective (cheap, budget) (φτηνός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can save money by booking a low-cost flight.

οι Κάτω Χώρες

plural noun (geography)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με χαμηλά λιπαρά

adjective (food: skimmed, light)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Many low-fat foods contain more sugar than their full-fat equivalents.
Πολλές τροφές με χαμηλά λιπαρά περιέχουν περισσότερη ζάχαρη απ' ό,τι οι αντίστοιχες πλήρεις τροφές.

χαμηλού βαθμού

adjective (inferior)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Low-grade uranium ore must be enriched before it can fuel a reactor.

χαμηλός

adjective (fever: slight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A low-grade fever is a common symptom of influenza.

χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός

noun (school: poor mark) (συχνά στον πληθυντικό)

I always got low grades in physics and chemistry.

χαμηλής έντασης

adjective (not too forceful)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She practices low-impact aerobics, to avoid injury.

με μικρές επιπτώσεις στο περιβάλλον

adjective (US (environmentally friendly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nowadays, more people are leading a low-impact lifestyle by using materials and resources more efficiently.

χαμηλή νοημοσύνη

noun (lack of intelligence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Having a low IQ has never been a barrier to a career in politics.

απαλός

adjective (light, colour: subtle, subdued) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The colour of this carpet is very low key.

χαμηλών τόνων, διακριτικός

adjective (not ostentatious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The party was just a low-key affair with a few friends.

κακή διάθεση

noun (depression)

Bethany was in a low mood after the death of her mother.

χαμηλή λαιμόκοψη

noun (clothing: front is cut low)

Sylvia was wearing a red evening gown with a low neckline.

χαμηλές/μπάσες νότες

plural noun (music: deep or bass notes) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father had an amazingly powerful baritone voice; when he hit those low notes, the windows would rattle all through the house.

τελειώνω

adjective (lacking in [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are low on toilet paper.
Μας τελειώνει το χαρτί υγείας.

κακή γνώμη, άσχημη γνώμη

noun (disapproval, dislike)

I have a low opinion of that storekeeper because he cheats his customers.

κπ που δεν έχει καλή απόδοση

noun ([sb] who fails to achieve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The student was a low performer in his English class.

μετοχή χαμηλής απόδοσης

noun (stock: low return)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shares in the company proved to be a slow performer on the stock market.

χαμηλό τονικό ύψος

noun (music: deep or bass frequency) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony sang the song in a low pitch.

η χειρότερη στιγμή

noun (least happy time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The low point in the athlete's career was when a leg injury forced him to miss the Olympic Games.

κακή στιγμή

noun (informal (unhappy moment, time)

James was at a low point at that time because he had just split up with his girlfriend.

χαμηλή τιμή

noun (small or reduced cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A low price doesn't always mean lack of quality, but it's a good indicator.

κτ που δεν επείγει

noun ([sth] not considered urgent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paying your rent on time should not be a low priority. That project doesn't have to be finished until next month, so it's a low priority for now.

κακή ποιότητα

noun (inferiority)

His work was of low quality, and customers rarely employed his services a second time.

κακής ποιότητας

adjective (inferior, poor)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Low-quality electronics stop working soon after you buy them.

χαμηλού κινδύνου

noun (involving little danger)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I have a low risk pregnancy.

χαμηλή σεζόν

noun (least popular time of year)

Hotel prices are much cheaper in the low season.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

noun (regimen which restricts salt intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Food tastes bland for the first few days of a low sodium diet.

δυσθυμία, κακοκεφιά

plural noun (depressed mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I could tell he was in low spirits by the look on his face. I try not to let my low spirits affect other people.
Φαινόταν από την έκφραση στο πρόσωπό του πως ένιωθε κακοκεφιά. Προσπαθώ να μην αφήνω την κακοκεφιά μου να επηρεάζει τους άλλους.

χαμηλής τεχνολογίας

adjective (informal, abbreviation (low-technology)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Low-tech solutions to problems are sometimes more appropriate in developing countries.

χαμηλή τεχνολογία

noun (informal, abbreviation (low technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Low tech is often easier to repair than high tech because it involves fewer parts.

άμπωτη

noun (sea's tide at lowest elevation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At low tide, you can see a wrecked ship sticking out of the sand.
Στην άμπωτη, μπορείς να δεις ένα ναυάγιο να ξεπροβάλλει από την άμμο.

χαμηλό προφίλ

noun (being inconspicuous)

The politician kept a low visibility for several months after the scandal.
Ο πολιτικός διατήρησε χαμηλό προφίλ για αρκετούς μήνες μετά το σκάνδαλο.

κακή ορατότητα

noun (short range of vision)

Due to low visibility caused by heavy fog, many flights from Heathrow Airport were delayed.

κακής ορατότητας

noun as adjective (relating to short range of vision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλή όραση

noun (visual impairment, poor sight)

Amanda's low vision prevents her from driving a car.

χαμηλή φωνή

noun (subdued voice: murmur or whisper)

He revealed his plan in a low voice so as not to be overheard. He spoke in such a low voice that I could barely hear him.
Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω.

μπάσα φωνή

noun (voice lower end of sound range)

Men typically have low voices and women have higher ones.

χαμηλός μισθός

noun (small amount of remuneration)

χαμηλόμισθος

adjective (receiving, paying a low wage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλού κόστους

adjective (small amount of funds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Camping is a low-budget option for holidaymakers.

δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες

noun (low calorie intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I went on a low-calorie diet to lose weight.

δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες

noun (regimen which restricts carbohydrate intake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No potatoes for me, thanks – I'm on a low-carbohydrate diet. She's trying this new low-carbohydrate diet to see if it will help her lose some weight.
Όχι πατάτες για εμένα, ευχαριστώ - είμαι σε δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Δοκιμάζει αυτή τη νέα χαμηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα, για να δει αν θα την βοηθήσει να χάσει βάρος.

αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους

noun (cheap air travel company)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Steve became a millionaire after setting up a low-cost airline.

με βαθύ ντεκολτέ

adjective (clothing: low neckline)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eva is wearing a low-cut evening gown.

αραιοδομημένος

adjective (buildings: spread out) (περιοχή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλής πυκνότητας

adjective (not concentrated)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ποταπός

adjective (slang (base, sneaky)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That low-down thief stole my wallet!

απλός

adjective (basic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γάλα χαμηλό σε λιπαρά, γάλα με χαμηλά λιπαρά

noun (skimmed dairy product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Low-fat milk contains 1% milk fat.

που πετά σε χαμηλό ύψος

adjective (flying at low altitude)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People living near the airbase are complaining about the noise produced by low-flying aircraft.

χαμηλός, κοντός

adjective (plant: not tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I need to put low-growing plants along this wall so I can open the windows above them.

εύκολο

noun (figurative (easiest task)

Most people answer the easiest questions—in other words, the low-hanging fruit—in the quiz first.

χαμηλού εισοδήματος

adjective (of or on low earnings)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This apartment complex is geared to low-income families.

βασικού επιπέδου

adjective (basic level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Introductory Physical Science is a low-level course.

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

noun (computer code) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Assembly language is a typical example of a low-level language.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

χαμηλού υψομέτρου

adjective (land: low elevation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The low-lying areas flooded during the recent storm.

που δεν θέλει πολύ φροντίδα

adjective (requiring little upkeep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My garden of native plants is low-maintenance compared to the usual lawn.

ολιγαρκής

adjective (person: undemanding)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm grateful to have a fairly low-maintenance girlfriend.

κακοπληρωμένος

adjective (job: poorly remunerated) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Teaching is a low-paid job in Argentina.

κακοπληρωμένος

adjective (worker: earning little) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Low-paid workers sometimes take on second jobs just to pay their day-to-day living expenses.

βαθύς

adjective (sound: low frequency) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A bass drum makes a low-pitched sound.

μικρής κλίσης

adjective (roof: not much slope) (στέγη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλής ισχύος

adjective (less powerful than usual)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλής κατανάλωσης

adjective (using less energy than usual)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φθηνός, φτηνός

adjective (cheap)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρός

adjective (literal (taking little space)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These low-profile lids take up 23% less space in shipping containers.

χαμηλού προφίλ

noun as adjective (figurative (inconspicuous)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαμηλόβαθμος

adjective (near bottom of range or hierarchy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χαμηλό ενοίκιο, με φτηνό ενοίκιο

noun as adjective (cheap to rent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατώτερης ποιότητας, λιγότερο ποιοτικός

noun as adjective (of inferior quality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλός

adjective (building: short)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλοκάβαλος

adjective (pants: low waistband) (παντελόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλό κτίριο

noun (building)

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

noun (regimen which restricts salt intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My doctor has recommended that I follow a low-salt diet.

με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ

adjective (achieving poor score)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλής ειδίκευσης

adjective (job: menial)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Being a hotel receptionist is a low-skilled job.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του low στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του low

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.