Τι σημαίνει το maldito στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maldito στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maldito στο ισπανικά.

Η λέξη maldito στο ισπανικά σημαίνει βρίζω, καταριέμαι, συκοφαντώ, δυσφημώ, καταριέμαι, διαμαρτύρομαι ενάντια σε κτ, αναθεματισμένος, καταραμένος, καταραμένος, καταραμένος, κερατένιος, κερατένιος, αναθεματισμένος, κερατένιος, καταραμένος, αναθεματισμένος, διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, διαολεμένος, καταραμένος, διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος, αναθεματισμένος, διαβολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος, ρημαδιασμένος, τι στο καλό!, αναθεματισμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος, που να πάρει, -, ρημάδι, -, -, εντελώς, τελείως, καταραμένος, αναθεματισμένος, καταραμμένος, πανάθεμά σε!, γ@μημένος, βρίζω, καταριέμαι την τύχη μου, βρίζω, αναθεματίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maldito

βρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gay maldijo cuando se le cayó un martillo en el pie.
Η Γκέι έβρισε δυνατά όταν έριξε ένα σφυρί στο δάχτυλο του ποδιού της.

καταριέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las brujas de los cuentos de hadas siempre están echando una maldición sobre la gente.
Οι μάγισσες στα παραμύθια πάντα καταριούνται διάφορους ανθρώπους.

συκοφαντώ, δυσφημώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταριέμαι

verbo transitivo (εγώ κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los dioses los maldijeron.
Τους είχαν καταραστεί οι θεοί.

διαμαρτύρομαι ενάντια σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los vecinos despotricaban contra los planes del nuevo bloque de apartamentos.
Οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν ενάντια στα σχέδια για την κατασκευή μιας νέας πολυώροφης πολυκατοικίας.

αναθεματισμένος, καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ese maldito conejo se comió mis lechugas otra vez.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γιατί κάθεσαι ακόμα σ' αυτή τη σκατοδουλειά;

καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Trevor parece tener una vida maldita, todo lo que hace le sale mal.

καταραμένος

adjetivo (coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Esta maldita cosa ya no funciona!

κερατένιος

(intensificador) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Ese maldito gato sigue haciéndome tropezar!
Αυτή η καταραμένη γάτα όλο μπλέκει στα πόδια μου!

κερατένιος

(intensificador) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡No puedo sacármelo de la maldita cabeza!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχεις χάσει εντελώς το γαμημένο σου το μυαλό;

αναθεματισμένος, κερατένιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Saca a ese maldito perro de aquí. ¡Está tumbando todos mis adornos!

καταραμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναθεματισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διαολεμένος, αναθεματισμένος

adjetivo (intensificador) (πιθανώς προσβητικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καταραμένος, αναθεματισμένος

adjetivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναθεματισμένος, καταραμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡El maldito gato ha pisoteado mis parterres otra vez!

καταραμένος

adjetivo (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡El maldito carro otra vez no arranca!
Το καταραμένο το αμάξι δεν παίρνει μπρος.

αναθεματισμένος, διαολεμένος

adjetivo (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καταραμένος

(coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡No puedo ver la ruta con toda esta maldita nieve!

διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Puse el frasco bajo la llave con agua tibia y aun así no podía abrir la maldita cosa.

αναθεματισμένος, καταραμένος

(intensificador) (πιθανώς προσβλητικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ese maldito perro ha estado cavando en las plantas otra vez.
Αυτό το καταραμένο (or: αναθεματισμένο) σκυλί πάλι έσκαβε στα παρτέρια.

σκασμένος, αναθεματισμένος, διαβολεμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναθεματισμένος, καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Este maldito bolígrafo no escribe.
Αυτό το καταραμένο στυλό δεν γράφει.

σκασμένος, ρημαδιασμένος

(intensificador)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Pon la maldita cosa en el suelo y ayúdame!

τι στο καλό!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Maldito este clima terrible!

αναθεματισμένος, καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estaba corriendo en parque cuando un maldito perro enorme me saltó encima.

αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Si no te queda dinero, es tu maldita culpa por gastártelo todo!

που να πάρει

(coloquial, intensificador) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Qué maldito frío hace hoy!

-

(intensificador, vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La película es una puta mierda.
Χάλια είναι η ταινία, ρε γαμώτο.

ρημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Espera un condenado minuto! ¡Me debes 20 libras!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για κάτσε ένα λεπτό που να πάρει! Μου χρωστάς 20 λίρες!

-

(intensificador, vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¡Me echó a este puto perro enorme!
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

-

(vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Fred nunca hace lo que mierda le digo.
Ο Φρεντ δεν ακολουθεί ποτέ τις ρημάδες τις οδηγίες.

εντελώς, τελείως

(intensificador)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se portó como un bendito ridículo en la fiesta.

καταραμένος

(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναθεματισμένος, καταραμμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πανάθεμά σε!

(σε άτομο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Maldita mosca puñetera!
Αναθεματισμένη παλιόμυγα!

γ@μημένος

(vulgar) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perry insultó al conductor que giró en frente suyo.
Ο Πέρυ έβρισε τον οδηγό που έστριψε απότομα μπροστά του.

καταριέμαι την τύχη μου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Maldigo mi suerte por haber perdido las entradas del cine.

βρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños no deberían insultar (or: maldecir) a sus padres.
Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους.

αναθεματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maldito στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.