Τι σημαίνει το mélange στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mélange στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mélange στο Γαλλικά.
Η λέξη mélange στο Γαλλικά σημαίνει ανάμιξη, ανάμειξη, μίξη, μείξη, μπερδεμένος, ανακατεμένος, συνδυασμός, μείγμα, μίγμα, ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη, μείγμα, μίγμα, μείγμα, μίγμα, συνδυασμός, ποικιλία, ποικίλα αντικείμενα, αναμειγμένος, σύμφυρμα, συνονθύλευμα, ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη, μείγμα, μίγμα, μίξη, μείξη, μίξη, χαρμάνι, ανακάτεμα, καλά αναμεμειγμένος, ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξη, πέρασμα από μπλέντερ, πέρασμα από blender, κράμα, μείγμα, συνδυασμός, ανάμειξη, ανάμιξη, συνδυασμός, ανάμεικτος, ανάμικτος, ανακατεμένος, ανακατεμένος, συγχώνευση, σύντηξη, μίξη, συγχώνευση, αταξινόμητος, που μπορεί να συντεθεί, που μπορεί να αναμιχθεί, που έχει μπερδευτεί, που έχει ανακατευτεί, αναμεμειγμένος, παρασκεύασμα, κατασκεύασμα, αμάλγαμα, κράμα, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνω, μπερδεύω, ανακατεύω, μπερδεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, ανακάτεμα, αναμειγνύω, ανακατεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ενώνω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, συγχωνεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, καθαρός, αγνός, σκέτος, αμιγής, συνδυασμός, ευρείας αποδοχής, Ισπανοαγγλικά, μη αναμεμειγμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μίξη, φονικός συνδυασμός, σύμμεικτο ύφασμα, ανάμικτα μπαχαρικά, ανάμεικτα μπαχαρικά, τέλειος συνδυασμός, ιδανικός συνδυασμός, καθαρός, αμιγής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mélange
ανάμιξη, ανάμειξη, μίξη, μείξηnom masculin (διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mélange des ingrédients les fera se liquéfier. Η ανάμιξη των υλικών θα τα καταστήσει υγρά. |
μπερδεμένος, ανακατεμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
συνδυασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai fait ce dessert en utilisant un mélange de deux de mes recettes de brownie préférées. Έφτιαξα ένα νέο επιδόρπιο χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό των δύο αγαπημένων μου συνταγών για brownies. |
μείγμα, μίγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mélange de fruits et de légumes dans ce smoothie en fait une boisson très saine. Ο συνδυασμός των φρούτων και των λαχανικών κάνει αυτό το smoothie πολύ υγιεινό. |
ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mélange de différents arômes de thé est l'un des talents de Judith. |
μείγμα, μίγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'enseignant a obtenu un mélange d'évaluations différentes. Ο δάσκαλος πήρε ένα μείγμα από διαφορετικές κριτικές. |
μείγμα(προϊόν μείξης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μίγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνδυασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ποικιλία(έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ποικίλα αντικείμεναnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναμειγμένοςparticipe passé (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σύμφυρμα, συνονθύλευμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le smoothie contenait un mélange de fruits et de légumes. |
ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξηnom masculin (de peinture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un solvant comme la térébenthine facilite le mélange de couleurs. |
μείγμα, μίγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La musique du groupe était un mélange de plusieurs styles différents. Η μουσική του συγκροτήματος ήταν μια μίξη από πολλά διαφορετικά στυλ. |
μίξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείξη, μίξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La couleur orange est un mélange de rouge et de jaune. Η πορτοκαλί μπογιά είναι ένα μείγμα από κόκκινη και κίτρινη μπογιά. |
χαρμάνιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανακάτεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλά αναμεμειγμένοςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάμειξη, ανάμιξη, μείξη, μίξηnom masculin (action) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mélange des ingrédients a pris 10 minutes de préparation. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ανακάτεμα των υλικών της πήρε πολύ ώρα, και τελικά δεν πρόλαβε να τελειώσει εγκαίρως. |
πέρασμα από μπλέντερ, πέρασμα από blendernom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le mélange est un bon moyen d'inclure des fruits et des légumes dans votre alimentation. |
κράμα, μείγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le récit était un mélange de réalité et de fiction. |
συνδυασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) En anglais, le mot "cronut" est le mélange de "croissant" et de "donut". |
ανάμειξη, ανάμιξη(action) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mélange prend plus de temps qu'on le pense ; il faut lui donner le temps de se distribuer également. |
συνδυασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le mélange subtil des couleurs donne à cette peinture un effet de volutes. |
ανάμεικτος, ανάμικτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel a acheté un paquet de noix mélangés pour la fête. Η Ρέιτσελ αγόρασε μια σακούλα ανάμικτους ξηρούς καρπούς για το πάρτι. |
ανακατεμένοςadjectif (cartes...) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ανακατεμένος(Impression : couleurs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγχώνευση, σύντηξη, μίξη(résultat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγχώνευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αταξινόμητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που μπορεί να συντεθεί, που μπορεί να αναμιχθείlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει μπερδευτεί, που έχει ανακατευτεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai fait tomber mes notes et maintenant elles sont toutes en désordre. |
αναμεμειγμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
παρασκεύασμα, κατασκεύασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμάλγαμα, κράμαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Londres est un mélange de cultures et de nationalités. |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mélange tous les ingrédients avec une cuillère. Ανακατέψτε όλα τα υλικά μ' ένα κουτάλι. |
ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout d'abord, mélange les ingrédients à l'aide d'un fouet. Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα. |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναμιγνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous mélangez du jaune et du bleu, vous obtenez du vert. |
ανακατεύω, αναμειγνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons mélangé les peintures rouge et jaune pour créer la couleur orange. Ανακατέψαμε (or: αναμείξαμε) κόκκινη και κίτρινη μπογιά για να φτιάξουμε πορτοκαλί μπογιά. |
μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mélangez les ingrédients jusqu'à obtenir une pâte onctueuse. Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On avait prévu de se voir mais il a mélangé les dates et il est venu un jour trop tôt. |
ανακατεύω, αναμειγνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mélangez le beurre et le sucre, puis ajoutez les œufs. Ανακατέψτε (or: αναμείξτε) το βούτυρο με τη ζάχαρη και προσθέστε τα αυγά. |
ανακατεύωverbe transitif (κάτι, κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le récit du témoin mélangeait vérité et mensonge, à tel point qu'on ne pouvait distinguer le vrai du faux. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je t'en prie, ne mélange pas mes pièces d'échecs Σε παρακαλώ μην ανακατέψεις τα πιόνια απ' το σκάκι μου. |
ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύωverbe transitif (des saveurs) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La boutique de thé en ville mélange du thé vert à de la tisane et en font leur mélange attitré. Το κατάστημα τσαγιού στο κέντρο της πόλης αναμειγνύει πράσινο τσάι με τσάι από βότανα για να φτιάξει το χαρακτηριστικό ρόφημά του. |
ανακάτεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mélanger le sucre l'aida à se dissoudre dans le café. |
αναμειγνύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω, ενώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύωverbe transitif (καθομιλουμένη: ιδέες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La recette indique qu'il faut mélanger les ingrédients jusqu'à absorption du beurre. Η συνταγή λέει να ανακατέψεις τα συστατικά μέχρι να απορροφηθεί το βούτυρο. |
ανακατεύωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La recette indique de mélanger (or: remuer) pendant deux minutes. |
συγχωνεύωverbe transitif (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les vignerons ont fusionné merlot et cabernet sauvignon dans leur nouveau mélange. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Émilie a confondu les mots "périphérique" et "téléphérique". ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο παππούς μου μπερδεύει συνέχεια τα λόγια του. |
ανακατεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Incorporer délicatement les blancs battus en neige. |
ανακατεύωverbe transitif (les cartes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le donneur a battu (or: mélangé) les cartes. Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα. |
καθαρός, αγνός(μτφ: συναίσθημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκέτος, αμιγής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνδυασμός(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ευρείας αποδοχής
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Son hit métissé de 2003 a initié une nouvelle carrière dans la musique country. |
Ισπανοαγγλικά(anglicisme) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μη αναμεμειγμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin |
μίξηnom masculin (ειδών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les critiques sont partagés quant au succès de ce mélange de différents styles. |
φονικός συνδυασμόςnom masculin (κυριολεκτικά, μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Boire et conduire, c'est un mélange mortel. |
σύμμεικτο ύφασμαnom masculin (από διάφορες ίνες) |
ανάμικτα μπαχαρικά, ανάμεικτα μπαχαρικάnom masculin |
τέλειος συνδυασμός, ιδανικός συνδυασμόςnom masculin |
καθαρός, αμιγήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mélange στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mélange
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.