Τι σημαίνει το melhorar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης melhorar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του melhorar στο πορτογαλικά.
Η λέξη melhorar στο πορτογαλικά σημαίνει βελτιώνω, βελτιώνομαι, αυξάνομαι, διορθώνω, αυξάνω την αξία, είμαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερα, κάνω κπ/κτ καλά, βελτιώνω, βελτιώνω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, βετλιώνομαι, καλυτερεύω, γίνομαι καλύτερος, υποχωρώ, πάω καλύτερα, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, βελτιώνω, διορθώνω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, μετατρέπω, τροποποιώ, βελτιώνω, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνομαι, βελτιώνομαι, μεταρρυθμίζω, βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω, βελτιώνομαι, βελτιώνω, αυξάνω, βελτιώνω, αναβαθμίζω, εκλεπτύνω, εξευγενίζω, βελτιώνω, συμμορφώνομαι, αναβαθμίζω κτ σε κτ, περιθώριο βελτίωσης, ανεβάζω στροφές, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, λαμβάνω επιπλέον εκπαίδευση, που αρέσει όλο και περισσότερο, σουλουπώνομαι, φτιάχνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης melhorar
βελτιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trabalhamos com empenho para melhorar este website. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αγωνιστήκαμε σκληρά για να καλυτερέψουμε τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας. |
βελτιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se você continuar a estudar bastante, seu conhecimento de francês vai melhorar. Εάν συνεχίσεις να μελετάς σκληρά οι γνώσεις σου στα Γαλλικά θα βελτιωθούν. |
αυξάνομαι(em valor) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Com um aumento na economia, a cotação da bolsa vai melhorar. Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών. |
διορθώνω(efetuar correções) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele corrigiu o texto, de forma que não havia erros de ortografia. |
αυξάνω την αξίαverbo transitivo (aumentar o valor de) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Valorizei minha fazenda aumentando a propriedade. |
είμαι καλύτερα, γίνομαι καλύτερα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Que pena que você está doente. Espero que você melhore logo. Λυπάμαι που είσαι άρρωστος· ελπίζω να αναρρώσεις σύντομα. |
κάνω κπ/κτ καλάverbo transitivo (curar) |
βελτιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνω, καλυτερεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A vida dela melhorou desde que ela se mudou para cá. Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ. |
τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά(de doença) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Um mês após o acidente de carro, Mary está melhorando. Ένα μήνα μετά το ατύχημά της η Μαίρη πάει καλά. |
βετλιώνομαι, καλυτερεύω(pôr-se melhor) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μετά τη δεύτερη θεραπεία, ο ασθενής άρχισε να βελτιώνεται (or: καλυτερεύει). |
γίνομαι καλύτερος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Você vai melhorar no xadrez se praticar. O vinho canadense está melhorando a cada ano. Αν εξασκηθείς, θα βελτιωθείς στο σκάκι. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O médico me disse que a irritação melhoraria em seis semanas. Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες. |
πάω καλύτερα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu passei por um momento difícil no ano passado, mas as coisas estão começando a melhorar. Έχω περάσει δύσκολες στιγμές τον τελευταίο χρόνο, τα πράγματα όμως αρχίζουν να φτιάχνουν (or; βελτιώνονται). |
καλυτερεύω, βελτιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela passou a vida tentando melhorar a condição de vida dos pobres. Πέρασε όλη της τη ζωή προσπαθώντας να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής των φτωχών. |
βελτιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos ver se posso melhorar meu placar anterior. |
βελτιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Desde que eles tiveram esse novo professor, todas as crianças dessa classe melhoraram suas habilidades em inglês. |
διορθώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu desejo que Paul melhore seus modos grosseiros. |
καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω(καιρός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μετατρέπω, τροποποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο δήμος σχεδιάζει να μετατρέψει τον στόλο του ώστε να καταναλώνει καύσιμα αιθανόλης. |
βελτιώνω, καλυτερεύωverbo transitivo (tornar melhor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η παρέμβαση του πρέσβη μπορεί και να βελτιώσει (or: καλυτερεύσει) την κατάσταση. |
βελτιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As habilidades de leitura da criança estão melhorando. |
βελτιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταρρυθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O sistema de justiça inteiro precisa ser reformado, na minha opinião. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να μεταρρυθμιστεί ολόκληρο το δικαστικό σύστημα . |
βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω(melhorar o motor, etc.) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O clima logo limpou e o sol saiu. Ο καιρός άνοιξε γρήγορα και βγήκε ήλιος. |
βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apenas dez minutos de estudo por dia já poderiam ajudar muito o seu francês. Μόνο δέκα λεπτά μελέτη την ημέρα θα βελτίωναν πραγματικά τα γαλλικά σου. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O político aumentava sua popularidade a cada semana. O paciente está melhorando sua saúde todos os dias. |
βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bons gráficos aumentam o impacto da sua apresentação. Τα καλά γραφικά βελτιώνουν την παρουσίασή σου. |
αναβαθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Planejamos atualizar todos os sistemas de nossa empresa para alinhá-los melhor às necessidades dos clientes atuais. |
εκλεπτύνω, εξευγενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele acentuou (or: melhorou) suas perspectivas de achar um emprego conseguindo um diploma universitário. Βελτίωσε τις προοπτικές του να βρει δουλειά αποκτώντας πανεπιστημιακό πτυχίο. |
συμμορφώνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joey prometeu melhorar, mas não estou muito esperançoso. Ο Τζόϋ υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί, αλλά δεν τρέφω πολλές ελπίδες. |
αναβαθμίζω κτ σε κτverbo transitivo A companhia aérea subiu Dan para a classe executiva. Η αεροπορική εταιρεία αναβάθμισε το εισιτήριο του Νταν σε διακεκριμένης θέσης. |
περιθώριο βελτίωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανεβάζω στροφές(intensificar ou aumentar algo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο. |
λαμβάνω επιπλέον εκπαίδευση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που αρέσει όλο και περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu não estava gostando da música no início, mas ela melhora com o tempo. Δε μου πολυάρεσε το τραγούδι αρχικά, αλλά τώρα μ' αρέσει όλο και περισσότερο. |
σουλουπώνομαι, φτιάχνομαι(fazer alguém se tornar apresentável) (μτφ: ευπρεπίζομαι) (ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του melhorar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του melhorar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.