Τι σημαίνει το moral στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moral στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moral στο Αγγλικά.

Η λέξη moral στο Αγγλικά σημαίνει ηθική, ηθικό δίδαγμα, ηθικός, ηθικός, ηθική χρεοκοπία, ηθικός κώδικας, ηθικές αρχές, ηθικό σθένος, ηθική δύναμη, ηθική ισχύς, ηθικός κίνδυνος, ηθική ανωτερότητα, ηθικό δίδαγμα, αντίρρηση για ηθικούς λόγους, αντίρρηση για λόγους ηθικής, ηθική υποχρέωση, ηθικό δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, ηθική φιλοσοφία, ηθικός πλουραλισμός, ηθική υπεροψία, ηθικές αρχές, ηθική ακεραιότητα, συνείδηση, ηθικό σθένος, ηθική συμπαράσταση, ανήθικη συμπεριφορά, αχρειότητα,εξαχρείωση, ηθική νίκη, αρετή,καλοσύνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moral

ηθική

plural noun (principles of right and wrong)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ian has proved that he has no morals at all.

ηθικό δίδαγμα

noun (lesson)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The moral of the story is to always be honest.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα ήθελα να μου πεις το επιμύθιο της ιστορίας που διάβασες.

ηθικός

adjective (ethical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We hold ourselves to high moral standards.
Κρατιόμαστε σε υψηλά ηθικά πρότυπα (or: μέτρα ηθικής).

ηθικός

adjective (virtuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is a moral woman and believes in the sanctity of marriage.
Είναι ηθική γυναίκα και πιστεύει στην ιερότητα του γάμου.

ηθική χρεοκοπία

noun (figurative (lack of morality)

There is an inherent moral bankruptcy in refusing to help someone desperately in need.
Η άρνηση παροχής βοήθειας σε κάποιον που απεγνωσμένα τη χρειάζεται αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθικής χρεοκοπίας.

ηθικός κώδικας

noun (ethical principles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It is wrong to think that because someone is not religious they have no moral code.

ηθικές αρχές

noun (ethical sense or guide)

ηθικό σθένος

noun (strength to do what is right)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It takes moral courage to make a stand against injustice; many people just look the other way.

ηθική δύναμη, ηθική ισχύς

noun (uncountable, figurative (moral strength)

ηθικός κίνδυνος

(insurance)

ηθική ανωτερότητα

noun (superior ethical stance)

ηθικό δίδαγμα

noun ([sth] that teaches good behavior)

αντίρρηση για ηθικούς λόγους, αντίρρηση για λόγους ηθικής

noun (ethical reason for opposing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηθική υποχρέωση

noun (ethical duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do children have a moral obligation to look after their parents in old age?

ηθικό δίδαγμα

noun (literal (ethical lesson in a fable or story) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the tale of the tortoise and the hare, the slow tortoise wins the race - the moral of the story is that steady persistence wins in the end.

ηθικό δίδαγμα

noun (figurative (lesson to be learned from [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The engine blew up after a week so the moral of the story is not to buy a really cheap second-hand car.

ηθική φιλοσοφία

noun (code of ethics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His own moral philosophy prevented him from speaking out against the president's actions.

ηθικός πλουραλισμός

noun (ethics: relativism)

ηθική υπεροψία

noun (holier-than-thou attitude) (αποδοκιμασίας)

ηθικές αρχές

plural noun (ethics, code of morality)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ηθική ακεραιότητα

noun (rightness, virtue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνείδηση

noun (conscience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It has been shown that even very young children have a strong moral sense, though they may lack the self-control necessary to always follow it.

ηθικό σθένος

noun (courage to do what is right)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to summon all your moral strength and tell him the truth.

ηθική συμπαράσταση

noun (encouragement)

My friend had to see a cancer specialist, so I went with her for moral support. Bart's dad provided moral support by attending all of his basketball games.
Ο φίλος μου έπρεπε να δει έναν ειδικό για τον καρκίνο και πήγα μαζί του για ηθική συμπαράσταση. Ο πατέρας του Μπαρτ του παρείχε ηθική συμπαράσταση παρακολουθώντας όλους τους αγώνες μπάσκετ που συμμετείχε.

ανήθικη συμπεριφορά

noun (US (US law: immoral conduct) (ΗΠΑ,νομοθεσία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
One may be denied entry to the US if they have been previously convicted of crimes of moral turpitude.

αχρειότητα,εξαχρείωση

noun (sin, immorality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηθική νίκη

noun (greater honour despite losing)

When he lost narrowly to his much more talented brother, Michael considered it a moral victory.

αρετή,καλοσύνη

noun (goodness, righteousness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moral στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του moral

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.