Τι σημαίνει το obligé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης obligé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obligé στο Γαλλικά.

Η λέξη obligé στο Γαλλικά σημαίνει νομικά δεσμευτικός, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό, ομπλιγκάτο, ομπλιγκάτο, δεδομένο, βεβιασμένος, υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση, περιμένω κπ να τηρήσει την υπόσχεσή του, απαιτώ, επιβάλλω, υποχρεώνω, κρατάω κπ σε εγρήγορση, συγκρατούμαι, πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, βάζω, κάνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης obligé

νομικά δεσμευτικός

verbe transitif

Le contrat oblige les parties.

υποχρεώνω, αναγκάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants ne feront pas les tâches ménagères par eux-mêmes ; il faut les y obliger.

υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό

verbe transitif (χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομπλιγκάτο

adjectif (Musique) (ζαργκόν: μουσική)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ομπλιγκάτο

(Musique, italien) (ζαργκόν: μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δεδομένο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Είναι δεδομένο ότι θα αργήσει για τον γάμο.

βεβιασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le détenu a fait des aveux forcés qui n'ont pas convaincu lors du procès.
Ο φυλακισμένος έκανε μια εξαναγκασμένη εξομολόγηση που δεν έστεκε στο δικαστήριο.

υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le comportement de Daniel a forcé sa mère à s'excuser de sa part.
Η συμπεριφορά του Ντάνιελ ανάγκασε τη μητέρα του να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους του.

πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aurais aimé travailler à l'étranger mais mes obligations familiales m'ont contraint à rester dans ce pays.

κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση

(επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω κπ να τηρήσει την υπόσχεσή του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a dit qu'il viendrait me voir et je l'obligerai à tenir sa promesse.

απαιτώ, επιβάλλω

(να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les invités supplémentaires ont nécessité que nous prenions deux voitures.

υποχρεώνω

locution verbale (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cour obligea le père à payer une pension alimentaire tous les mois.

κρατάω κπ σε εγρήγορση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρατούμαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Afin de finir à une bonne place au marathon, Frank avait appris à s'obliger à maintenir un bon rythme.

πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγκάζω κπ να φύγει από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω, κάνω

(καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mes parents me font manger des légumes.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth ne voulait rien manger mais ses parents l'ont forcée.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son père l'a forcé (or: obligé) à sortir la poubelle.
Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obligé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του obligé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.