Τι σημαίνει το par στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης par στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του par στο πορτογαλικά.

Η λέξη par στο πορτογαλικά σημαίνει ζευγάρι, ζευγάρι, ζυγός, ζευγάρι, ζεύγος, ζευγάρι, -, δυο-τρεις, παρ, par, ζευγάρι, ζεύγος, birdie, δύο, δυο, ίσος, ζευγάρι, δύο ίδια, ζευγάρι φασιανών, ταιριαστός, ταίρι, ζευγάρι, όμοιος, δυάδα, ζευγάρι, ντουέτο, ίδιος, ολόιδιος, παρτενέρ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ασύγκριτος, σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο, ταιριάζω, ενημερώνω, γνώστης, ενήμερος, ασύγκριτος, απαράμιλλος, γνώστης, ζυγός αριθμός, είμαι ενήμερος, φτάνω, πλησιάζω, αζευγάρωτος, ξέρω, γνωρίζω, ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ, αριστοκράτης, αριστοκράτισσα, πιτσουνάκια, που έχει πάρει χαμπάρι, κάνω μπόγκι, -, ζευγάρι, μονά-ζυγά, κάνω par, πετυχαίνω par. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης par

ζευγάρι

substantivo masculino (dois de algo) (δύο από κάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não se pode comprar um pé do sapato, somente o par.
Δεν μπορείς να αγοράσεις ένα παπούτσι, πρέπει να αγοράσεις ένα ζευγάρι.

ζευγάρι

substantivo masculino (pessoas, casal) (άνθρωποι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os amantes são um par inseparável.
Οι εραστές είναι ένα αχώριστο ζευγάρι.

ζυγός

adjetivo (número: divisível por dois) (αριθμοί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Já que estamos em número par, podemos trabalhar em pares.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Άρτιοι λέγονται οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν με το 2.

ζευγάρι, ζεύγος

substantivo masculino (de animais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζευγάρι

substantivo masculino (cartas baralho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

-

substantivo masculino (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Οι δύο λεπίδες μαζί σημάτιζαν ένα ψαλίδι.

δυο-τρεις

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Um par de dias atrás, vi seu irmão no supermercado.

παρ, par

substantivo masculino (golfe) (γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ζευγάρι, ζεύγος

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι κάλτσες κοστολογούνται στα 5 δολάρια το ζευγάρι.

birdie

substantivo masculino (escore no golfe) (βαθμολογία στο γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δύο, δυο

substantivo masculino (dois)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ίσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζευγάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δύο ίδια

substantivo masculino (pôquer: duas cartas com o mesmo número)

ζευγάρι φασιανών

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O fazendeiro levava uma espingarda em uma mão e um par de faisões na outra.
Ο αγρότης κρατούσε ένα μονόκανο στο ένα χέρι και ένα ζευγάρι φασιανών στο άλλο.

ταιριαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É bom que eles estejam entrando nos negócios, esses dois são um bom par.
Είναι καλό που θα συνεργαστούν - οι δυο τους ταιριάζουν πολύ.

ταίρι

substantivo masculino (objeto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Βάλε το βάζο εκεί, ώστε να είναι ακριβώς απέναντι από το ίδιο του.

ζευγάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όμοιος

(do mesmo nível)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Seus colegas o votaram como o melhor ator.
Οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο ηθοποιό.

δυάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζευγάρι, ντουέτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ίδιος, ολόιδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anna e sua irmã formam uma dupla.

παρτενέρ

(dança)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
John dança bem e Mary gosta de ser parceiro dele na valsa.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(membro do júri)

Um réu tem direito de ser julgado perante um júri de seus iguais em alguns países.

ασύγκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η τσάντα χειρός και τα παπούτσια της μητέρας μου δεν έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αλλά είναι πολύ όμοια.

ταιριάζω

(σε ζευγάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não me importo em lavar e passar, mas eu odeio parear todas as meias.
Δεν με πειράζει το πλύσιμο και το σιδέρωμα, αλλά μισώ να φτιάχνω σε ζευγάρια τις κάλτσες.

ενημερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele teve de sair da reunião por um tempo, por isso nós o atualizamos quando ele voltou.
Έπρεπε να φύγει για λίγο από τη συνεδρίαση, γι' αυτό τον ενημερώσαμε όταν επέστρεψε.

γνώστης, ενήμερος

locução adjetiva (estar informado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασύγκριτος, απαράμιλλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γνώστης

expressão verbal

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζυγός αριθμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είμαι ενήμερος

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

φτάνω, πλησιάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αζευγάρωτος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξέρω, γνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μπορώ να σου πω γιατί δεν ξέρω αυτή την πληροφορία.

ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστοκράτης, αριστοκράτισσα

(INGL: membro da nobreza)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Lorde Mountbatten era um nobre do reino inglês.
O Λόρδος Μαουντμπάττεν ήταν ένας ευγενής του Βρετανικού Βασιλείου.

πιτσουνάκια

(figurativo) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

που έχει πάρει χαμπάρι

(BR, gíria) (ανεπ: κπ/κτ, ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom acha que ele está sendo esperto, mas a mãe dele está por dentro do esquema dele.
Ο Τομ νομίζει ότι είναι έξυπνος, αλλά η μητέρα του έχει πάρει χαμπάρι την κομπίνα του.

κάνω μπόγκι

(anglicismo) (γκολφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

locução prepositiva (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Desde que parei de ler um jornal diário, não estou mais a par dos eventos.
Από όταν έπαψα να διαβάζω εφημερίδα, δεν είναι πλέον ενήμερος για τα νέα.

ζευγάρι

substantivo masculino (casal compatível)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu fico feliz que Alex e Sally estejam juntos finalmente. Eles formam um par perfeito.
Χαίρομαι που ο Άλεξ και η Σάλλυ τα έφτιαξαν τελικά. Είναι τόσο ταιριαστοί.

μονά-ζυγά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω par, πετυχαίνω par

locução verbal (golfe) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του par στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.