Τι σημαίνει το pasada στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pasada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pasada στο ισπανικά.
Η λέξη pasada στο ισπανικά σημαίνει πέρασμα με πανί, χάρη, φίνος, περασμένος, ντεμοντέ, υπερώριμος, που έχει περάσει, παρελθοντικός χρόνος, παλιός, παρελθόν, αόριστος, παρελθόν, πιωμένος, παλιά, παρελθόν, παρελθόν, παραμαγειρεμένος, παρελθόν, προσπερνάω, δίνω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, συμβαίνω, πάω πάσο, περνάω, περνώ, δίνω, προσπερνάω, περνάω, περνώ, πασάρω, συμβαίνω, περνάω, περνάω γρήγορα, μπαίνω σε κτ, κυλώ αργά, προκύπτω, συμβαίνω, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνώ, περνάω από δίπλα, περνάω, περνώ, δίνω, δίνω, παραμένω αμέτοχος, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, δίνω κτ σε κπ άλλο, έρχομαι, περνάω, περνώ, συμβαίνω, δίνω, μένω, περνάω, δίνω, μεταφέρω, τρίβω, -, τα βγάζω πέρα, έρχομαι, συμβαίνω, φεύγω, περνάω, περνώ, κάνω ντούκου, κάνω check, περνάω, περνώ, κυλάω, σχίζω, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, παραμελώ, αμελώ, παίρνω το δρόμο μου, περνώ, πηγαίνω μπροστά, παίρνω προβάδισμα, επισκέπτομαι, χαλαρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pasada
πέρασμα με πανί(con un trapo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una pasada rápida a la mesada limpiará las migas. Ένα γρήγορο πέρασμα με ένα πανί στην επιφάνεια εργασίας θα απομακρύνει αυτά τα ψίχουλα. |
χάρηnombre femenino (για κάτι καλό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su ex socio le jugó una mala pasada. |
φίνος(coloquial) (αργκό, παλαιό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fiesta de Joe fue una pasada. ¡Tendrías que haber venido! |
περασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los maleteros de las estaciones de tren pertenecen a una era pasada. |
ντεμοντέ(ES, coloquial) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
υπερώριμος(φρούτα, λαχανικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es buena usar bananas pasadas para hacer pan de banana. De hecho, ¡el pan sabe mejor así! |
που έχει περάσειadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρελθοντικός χρόνοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Para mañana, escriban estas oraciones en el pasado. |
παλιόςadjetivo (ES) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es un chiste pasado pero siempre me hace reír. |
παρελθόνnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En el pasado solíamos lavar la ropa a mano. Παλιά πλέναμε τα ρούχα στο χέρι. |
αόριστοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La palabra "comió" es el pasado de "comer". Ο αόριστος του «τρώω» είναι «έφαγα». |
παρελθόνnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su fascinante pasado incluía viajes a otros países. Το συναρπαστικό παρελθόν του περιλαμβάνει ταξίδια σε άλλες χώρες. |
πιωμένος(AR, coloquial) (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Estaba tan pasado con todo lo que tomó que apenas podía hablar. |
παλιάnombre masculino (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Minifaldas? ¡Eso es algo del pasado! |
παρελθόνnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pasado ayuda a explicar el presente. |
παρελθόνnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Bajo una apariencia amable, escondía su pasado a los demás. |
παραμαγειρεμένος(μαγειρική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Olvidé apagar la estufa y el brócoli quedó recocido. Ξέχασα να κλείσω το μάτι της κουζίνας και το μπρόκολο παράβρασε. |
παρελθόν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσπερνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El autobús pasó a mi lado sin detenerse. Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
δίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pasó la pluma a ella. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ; |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El le pasó el bolígrafo a ella. Της έδωσε το στυλό. |
περνάω, περνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pasó el examen de manejo en su primer intento. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
περνάω, περνώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El autobús pasó sin detenerse en nuestra parada. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
περνάω, περνώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tarjeta de cumpleaños pasó de una mano a otra para que todos la firmaran. |
πασάρωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él pasó el balón, luego corrió hacia la portería. |
περνάω, περνώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pareciera que el tiempo pasa más rápido cada año. |
συμβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Te sorprendería saber todo lo que ha pasado desde el accidente. |
πάω πάσοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes jugar o pasar. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La oportunidad ha pasado. |
δίνωverbo transitivo Pasaron las palomitas a todos en la mesa. |
προσπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El piloto de carreras rebasó a su rival en el último minuto y ganó la carrera. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "¿Cómo te fue en el examen?" "¡Aprobé!" |
πασάρω(deportes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para ser bueno jugando en equipo, es importante hacer un pase, en vez de tener la pelota tú mismo. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La multitud miraba cómo pasaba el desafile. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή. |
περνάω γρήγοραverbo intransitivo |
μπαίνω σε κτ(καθομιλουμένη) |
κυλώ αργάverbo intransitivo (tiempo) (χρόνος) Ellos se empezaron a aburrir a medida que pasaba el tiempo. Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα. |
προκύπτω, συμβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La idea de David de empezar su propio negocio pasó después de haber perdido el trabajo. Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
περνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ray pasó con su camión. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando Emily estaba enferma, se sentaba al lado de la ventana y saludaba a cualquiera que pasara. Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε. |
περνάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Solamente paso para contarte de la fiesta del sábado. Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No puedo creer que las vacaciones se hayan terminado. ¡El tiempo pasa tan rápido! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός! |
περνάω, ξεπερνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Habían caído piedras en el camino, y no pudimos pasar. |
περνώverbo intransitivo (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El tiempo pasa pero la gente no cambia. |
περνάω από δίπλαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Steve pasó más temprano cuando no estabas, le dije que lo llamarías en cuanto volvieses. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor? Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
δίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre le paso mis libros preferidos a mi hermana. |
παραμένω αμέτοχοςverbo intransitivo (coloquial) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yo estoy cansada, así que paso de este baile. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La multitud observó mientras pasaba el desfile. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση. |
περνάω, ξεπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor no pudo pasar la barricada. |
δίνω κτ σε κπ άλλοverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Agarra una galletita y pásala. Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La abuela y el abuelo pasaron hoy y tomamos el té. Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (tiempo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a pasar el día con mi familia. Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me pasas el bolígrafo, por favor? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ; |
μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le pedí que se pasará la noche. Της ζήτησα να μείνει το βράδυ. |
περνάω, δίνωverbo transitivo (έμφαση στη μεταφορά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pasa el plato de la mantequilla a tu hermana, por favor. |
μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si nadie gana la lotería el premio pasa al pozo de la próxima semana. Εάν κανείς δεν κερδίσει το λαχείο το έπαθλο μεταφέρετε στην κλήρωση της επόμενης εβδομάδας. |
τρίβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George pasó su mano por el lomo del gato. Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Me puedes pasar el libro, por favor? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι, συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A los que saben esperar les pasan cosas buenas. |
φεύγω(χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los fines de semana pasan muy rápido. Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sofá sencillamente no pasa por la puerta. |
κάνω ντούκου, κάνω checkverbo intransitivo (póquer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Vas a apostar o vas a pasar? |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pasó al próximo nivel del juego. |
κυλάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El tiempo pasa. |
σχίζω(μτφ: τον αέρα, το νερό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pablo tiró la pelota y pasó por el aire. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John me saludó desde el coche cuando pasaba. |
περνάω γρήγοραverbo transitivo Pasó un cepillo por su cabello. |
περνάω(abertura, paso estrecho) (κάτω από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El tope del camión pasó por debajo del puente con varios centímetros de margen. |
περνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos encontraremos después de que pases la aduana. |
περνώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω, περνώ(κόκκινο φανάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Audrey la paró la policía cuando se pasó un semáforo en rojo. |
παραμελώ, αμελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Desde que su mujer murió se ha abandonado y su casa es un desastre. |
παίρνω το δρόμο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνώ(χρόνος, ώρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Transcurrió una hora hasta que finalmente llegó la policía. |
πηγαίνω μπροστά(película) Adelantá hasta los últimos cinco minutos del clip que es la parte más divertida. |
παίρνω προβάδισμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επισκέπτομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sólo tuve tiempo de asomarme a saludar antes de tener que volver al trabajo. |
χαλαρός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los comentarios improvisados no deberían tomarse en serio. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pasada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του pasada
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.