Τι σημαίνει το pencil στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pencil στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pencil στο Αγγλικά.

Η λέξη pencil στο Αγγλικά σημαίνει μολύβι, μολύβι, μολύβι, γράφω, σημειώνω, προγραμματίζω κτ προσωρινά, διορθώνω, ξυλομπογιά, ξυλομπογιά, ξυλομπογιά, μολύβι φρυδιών, μολύβι γραφίτη, μηχανικό μολύβι, μολυβοθήκη, κασετίνα, ξυλομπογιά, σχέδιο με μολύβι, μολυβοθήκη, γραφίτης μολυβιού, κασετίνα, καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς, ξύστρα, ξύσμα μολυβιού, πένσιλ φούστα, pencil φούστα, μολυβιά, μολύβι ακουαρέλας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pencil

μολύβι

noun (writing and drawing tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Marilyn is sketching Lisa's portrait with a pencil.
Η Μέρλιν σκιτσάρει το πορτραίτο της Λίζας με ένα μολύβι.

μολύβι

noun (tool for applying cosmetics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joan carefully outlines her eyes with a pencil.
Η Τζόαν κάνει προσεκτικά περίγραμμα στα μάτια της με ένα μολύβι.

μολύβι

noun (uncountable (medium: graphite)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sandra drew my portrait in pencil.

γράφω, σημειώνω

transitive verb (write [sth] in pencil) (με μολύβι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve pencilled his thoughts on the pad.
Ο Στηβ έγραψε τις σκέψεις του στο σημειωματάριο.

προγραμματίζω κτ προσωρινά

phrasal verb, transitive, separable (figurative (schedule tentatively)

διορθώνω

transitive verb (figurative (edit, censor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξυλομπογιά

noun (US (coloured drawing medium)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She is a master of still lifes in coloured pencil.

ξυλομπογιά

noun (colored drawing tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I used a coloured pencil to draw my teddy bear.

ξυλομπογιά

noun (US (drawing tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She passed the time drawing pictures with her colouring pencil.

μολύβι φρυδιών

noun (make-up for eyebrows)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μολύβι γραφίτη

noun (graphite pencil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was a child I accidentally stabbed my leg with a lead pencil and you can still see the mark today!

μηχανικό μολύβι

noun (mainly US (retractable graphite drawing tool)

I haven't used a mechanical pencil since my high school years!

μολυβοθήκη

(box for pencils)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κασετίνα

noun (container for writing implements)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the children had new pencil cases and new pens.
Όλα τα παιδιά είχαν καινούριες κασετίνες και καινούρια στυλό.

ξυλομπογιά

noun (Can (colored pencil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχέδιο με μολύβι

noun (picture drawn using graphite pencil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The young man created a detailed pencil drawing using the cross-hatch method.

μολυβοθήκη

noun (container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραφίτης μολυβιού

noun (graphite part of a pencil)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κασετίνα

noun (soft case for storing pencils) (μικρού μεγέθους, μαλακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς

noun (slang, pejorative ([sb] who does clerical work)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We do all the dirty work while those pencil pushers do nothing!

ξύστρα

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tip of Jake's pencil broke, so he used his pencil sharpener.
Η μύτη του μολυβιού του Τζέικ έσπασε κι έτσι χρησιμοποίησε την ξύστρα του.

ξύσμα μολυβιού

plural noun (sharpenings from a pencil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πένσιλ φούστα, pencil φούστα

noun (women's garment: straight skirt)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
She looked very smart in a pencil skirt and matching jacket.

μολυβιά

noun (mark made by a pencil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wanted to be a writer but I stopped after the first pencil stroke.

μολύβι ακουαρέλας

noun (water-soluble colored pencil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pencil στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pencil

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.