Τι σημαίνει το pinch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pinch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pinch στο Αγγλικά.

Η λέξη pinch στο Αγγλικά σημαίνει τσιμπάω, τσιμπώ, παίρνω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, κλείνω κτ σε κτ, χτυπάω, σουφρώνω, βουτάω, τσίμπημα, τσίμπημα, μια πρέζα, τσακώνω, χτυπάω, πλήττω, τσιμπάω, τσιμπώ, έχω οικονομικές δυσκολίες, στην ανάγκη, χτύπημα του πίτσερ ανάγκης στο μπέιζμπολ, αντικαθιστώ τον επιθετικό πίτσερ, αντικαθιστώ, πίτσερ ανάγκης, μια πρέζα αλάτι, δρομέας ανάγκης, δεν παίρνω τοις μετρητοίς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pinch

τσιμπάω, τσιμπώ

transitive verb (squeeze with fingers) (ελαφρά, απαλά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy pinched the baby's cheek.
Η Νάνσυ τσίμπησε το μάγουλο του μωρού.

παίρνω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ

transitive verb (break off) (με τις άκρες των δαχτύλων)

Lucy pinched a piece of cookie dough from the ball and placed it on the baking tray.
Η Λούσυ πήρε ένα κομμάτι από το ζυμάρι των μπισκότων και το έβαλε στο ταψί ψησίματος.

κλείνω κτ σε κτ

(trap sharply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pinched his fingers in the car door as he closed it.
Έπιασε τα δάκτυλά του στην πόρτα του αυτοκινήτου καθώς την έκλεινε.

χτυπάω

intransitive verb (shoes: be tight) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These shoes pinch.
Αυτά τα παπούτσια με χτυπάνε.

σουφρώνω, βουτάω

transitive verb (informal (steal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you buy that necklace or did you pinch it? I pinched these flowers from the park!
Το αγόρασες εκείνο το κολιέ ή το σούφρωσες;

τσίμπημα

noun (squeeze with fingers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul's pinch was a warning to Daniel to stay quiet.
Η τσιμπιά του Πωλ ήταν μια προειδοποίηση για τον Ντάνιελ για να μείνει σιωπηλός.

τσίμπημα

noun (painful squeezing sensation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Harry felt the pinch of the crab's pincers on his little finger.

μια πρέζα

noun (cooking: small amount)

Josh added a pinch of dried cilantro to the sauce.

τσακώνω

transitive verb (informal (arrest) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police pinched Ben trying to steal wine from the local supermarket.

χτυπάω

transitive verb (shoes, clothes: be tight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These shoes are pinching me.

πλήττω

transitive verb (usually passive (affect with discomfort) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many households have been pinched by the recession.

τσιμπάω, τσιμπώ

transitive verb (squeeze with fingers)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Michael pinched his little sister and made her cry.

έχω οικονομικές δυσκολίες

verbal expression (be in financial difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην ανάγκη

adverb (informal (if necessary)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
At a pinch, we could fit another person in the car.

χτύπημα του πίτσερ ανάγκης στο μπέιζμπολ

noun (baseball; hit made by pinch hitter)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντικαθιστώ τον επιθετικό πίτσερ

transitive verb (baseball: substitute for [sb] at bat) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rookie was put in the line-up to pinch hit for the pitcher in the ninth inning.
O πρωτοεμφανιζόμενος παίκτης ετοιμάστηκε να αντικαταστήσει τον επιθετικό πίτσερ στον ένατο γύρο.

αντικαθιστώ

intransitive verb (figurative (substitute for another)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πίτσερ ανάγκης

noun (baseball: [sb] substituting at bat) (μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
He couldn't hit very well so they sent in a pinch hitter.

μια πρέζα αλάτι

noun (small amount of salt in cooking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δρομέας ανάγκης

noun (baseball: [sb] running bases as substitute) (μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
After the pitch hit the batter, injuring him, the coach substituted a pinch runner to replace him.
Μετά τον τραυματισμό του επιθετικού μπάτερ, ο προπονητής χρησιμοποίησε ως αντικαταστάτη έναν δρομέα ανάγκης.

δεν παίρνω τοις μετρητοίς

verbal expression (figurative (be slightly skeptical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steven's known to exaggerate: I'd take anything he says with a grain of salt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pinch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.