Τι σημαίνει το planta στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης planta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του planta στο ισπανικά.
Η λέξη planta στο ισπανικά σημαίνει φυτό, πατούσα, κάτοψη, φυτό, εργοστάσιο, σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όροφος, κάτοψη, εγκατάσταση, όροφος, όροφος, φυτεύω, φυτεύω, τοποθετώ κατάλληλα, πελματικός, πελματιαίος, καλλιεργώ, πατούσα, φυτεύω, βάζω, σπείρω, στηρίζω με πάσσαλο, διαλύω αρραβώνα, αναρριχητικός, αναρριχητικό φυτό, λιβάνι, βιομηχανία συσκευασίας τροφίμων, κάνναβη, κάνναβις, που ανθίζει, μονάδα παραγωγής, φύκι, φιντάνι, ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός, αναρριχητικό φυτό, δεμάτι από ξεραμένα χόρτα, φυτό εσωτερικού χώρου, σύστημα ύδρευσης, φυτό ανθεκτικό στα ζιζανιοκτόνα, ισόγειο, πτέρυγα καρκινοπαθών, ισόγειο, υδροηλεκτρικός σταθμός, εργοστάσιο παραγωγής, εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, ανατομία φυτών, κοριός, φυτασθένεια, φυσιολογία φυτών, δηλητηριώδες φυτό, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρικός αντιδραστήρας, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χαλυβουργείο, υδραγωγείο, πρώτος όροφος, εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος, φυτό της ερήμου, μονάδα συσκευασίας, υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων, φυτό εσωτερικού χώρου, ατρίπλεξ, φυτό που φυτρώνει μόνο του στη φύση, μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα, που βγάζει άνθη αργότερα, ανθοφόρο φυτό, πιλοτική εγκατάσταση, φλορ μάνατζερ, floor manager, ισόγειο, φυτό σε γλάστρα, ισόγειος, χαλυβουργείο, πάγιο ενεργητικό, έχω μόνιμο επάγγελμα, στον κάτω όροφο, αρωματικός, ισόγειο, δηλητηριώδες φυτό, αναρριχητικό φυτό, χαμηλό φυτό, κύριος όροφος, αγριοστροφύλλι, που βρίσκεται στο ισόγειο, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, πιπεριά, πρώτος όροφος, μονοετές φυτό, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης planta
φυτόnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La oficina tiene un montón de macetas con plantas. Το γραφείο μας έχει πολλά φυτά σε γλάστρες. |
πατούσαnombre femenino (pie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary atrapó el pie de Phillip y le hizo cosquillas en la planta. Η Μαίρη έπιασε το πόδι του Φίλιπ και του γαργάλισε την πατούσα. |
κάτοψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυτόnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las algas son plantas marinas. Το φύκι είναι ένα θαλάσσιο φυτό. |
εργοστάσιο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Es una planta de producción muy eficaz. Αυτή είναι μια αποδοτική κατασκευαστική μονάδα. |
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Nuestra electricidad viene de la planta del pueblo vecino. Το ρεύμα προέρχεται από τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της γειτονικής πόλης. |
όροφος(κτίριο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vivo en el primer piso de mi edificio. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το κτίριο έχει πέντε πατώματα. |
κάτοψηnombre femenino (arquitectura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La planta muestra la distribución interna de la propiedad. |
εγκατάστασηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La planta se usaba para procesar la madera. |
όροφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Este edificio tiene cinco pisos. Αυτό το κτίριο έχει πέντε ορόφους. |
όροφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Loreta vive en el tercer piso. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έμενε στον τρίτο όροφο. |
φυτεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a plantar un árbol en el jardín. Θα φυτέψουμε ένα δέντρο στον κήπο. |
φυτεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La primavera es la mejor época para plantar. |
τοποθετώ κατάλληλα
El luchador plantó los pies en el suelo. |
πελματικός, πελματιαίοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλλιεργώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes plantar tubérculos y lechugas. |
πατούσα(ζώου, όχι ανθρώπου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando nieva mucho y echan sal en las calles, las almohadillas de mi perro se parten y le arden. Όταν έχει πολύ χιόνι και ρίχνουν αλάτι στους δρόμους, οι πατούσες του σκύλου μας πονάνε και ραγίζουν. |
φυτεύω(σπόρος ή μικρό φυτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi abuela sembró manzanos cuando era joven. |
βάζω, σπείρω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella sembró la idea de unas vacaciones en Grecia en la mente de él. Εκείνη του έβαλε την ιδέα να πάνε διακοπές στην Ελλάδα. |
στηρίζω με πάσσαλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estaca la carpa cerca de los árboles. |
διαλύω αρραβώνα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susana dejó plantado a su novio de cinco años para irse con otro hombre. |
αναρριχητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La baranda está cubierta de plantas enredaderas tropicales. |
αναρριχητικό φυτό
|
λιβάνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιομηχανία συσκευασίας τροφίμων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνναβη, κάνναβις(planta) (φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La marihuana puede cultivarse fácilmente en un invernadero. Η μαριχουάνα μπορεί να καλλιεργηθεί εύκολα σε θερμοκήπιο. |
που ανθίζει(σε συγκεκριμένη εποχή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι πανσέδες είναι ένα πολύχρωμο φυτό που ανθίζει τον χειμώνα. |
μονάδα παραγωγής(ηλεκτρονικά) Mi hermano fabrica y prueba chips en una fábrica. |
φύκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Puso algunas algas en el acuario que producían un gran efecto. |
φιντάνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Trasplanta la planta de semillero cuando hayan salido las primeras hojas. |
ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός
La mayoría de los hombres del pueblo trabajaban en la central eléctrica. |
αναρριχητικό φυτό
Las plantas trepadoras tropicales treparon por la baranda del porche. |
δεμάτι από ξεραμένα χόρτα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φυτό εσωτερικού χώρου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El conservatorio estaba lleno de exóticas plantas de interior. |
σύστημα ύδρευσηςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φυτό ανθεκτικό στα ζιζανιοκτόνα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισόγειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los edificios de oficinas suelen tener tiendas en la planta baja. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα κτίρια γραφείων συχνά έχουν μαγαζιά στο ισόγειο. Η καφετέρια βρίσκεται στο ισόγειο, ακριβώς έξω απ' την αίθουσα αναμονής. |
πτέρυγα καρκινοπαθών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ισόγειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es un rancho de un solo piso, así que todo está en la planta baja. |
υδροηλεκτρικός σταθμόςlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργοστάσιο παραγωγήςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) En la planta de producción se producen carteras y zapatos. |
εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Construyeron una nueva planta nuclear en los alrededores del pueblo. |
βιομηχανία παραγωγής χαρτιού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιομηχανία παραγωγής χαρτιού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los vecinos se manifestaron en contra del proyecto de construcción de una nueva planta de papel. |
ανατομία φυτώνnombre femenino plural (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοριός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φυτασθένεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσιολογία φυτών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿A qué escuela fuiste para aprender acerca de la fisiología de la planta? |
δηλητηριώδες φυτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aprender a identificar las plantas urticantes es un buen consejo para los senderistas. |
εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) John trabaja en la central eléctrica. Επιβλήθηκε πρόστιμο για υπέρμετρη εκπομπή ρύπων στον τοπικό ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό. |
ηλεκτρικός αντιδραστήραςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειαςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαλυβουργείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υδραγωγείοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Él es el gerente general de la planta depuradora del municipio. |
πρώτος όροφος
El incendio inició en el segundo piso. |
εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος(vidriería) (υαλουργία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυτό της ερήμου(όπως ο κάκτος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los cactus son las plantas del desierto más conocidas. |
μονάδα συσκευασίαςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυτό εσωτερικού χώρου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ατρίπλεξlocución nominal femenina (θάμνος) |
φυτό που φυτρώνει μόνο του στη φύση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που βγάζει άνθη αργότερα(για φυτά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανθοφόρο φυτό
|
πιλοτική εγκατάστασηlocución nominal femenina |
φλορ μάνατζερ, floor manager
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ισόγειο
|
φυτό σε γλάστρα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ισόγειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Brian vive en una apartamento de planta baja. Ο Μπράιαν έμενε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα. |
χαλυβουργείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάγιο ενεργητικό(Administración & Finanzas) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έχω μόνιμο επάγγελμαnombre femenino (Argentina) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mediante el decreto ministerial todos los agentes interinos pasarán a planta permanente. |
στον κάτω όροφοlocución adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La casa tiene un baño en la planta baja y también uno en la planta alta. Το σπίτι έχει ένα μπάνιο στον κάτω όροφο καθώς επίσης και ένα στον επάνω όροφο. |
αρωματικόςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ισόγειοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La cocina está en la planta baja del negocio. Τα μαγειρικά σκεύη βρίσκονται στο ισόγειο σε αυτό το μαγαζί. Τα περισσότερα κτίρια έχουν είσοδο στο ισόγειο. |
δηλητηριώδες φυτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El estramonio es una planta nociva que es tóxica para el ganado si se come en exceso. |
αναρριχητικό φυτό
|
χαμηλό φυτό
|
κύριος όροφος
|
αγριοστροφύλλιlocución nominal femenina (planta) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που βρίσκεται στο ισόγειοlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nuestra clínica de la planta baja tiene acceso para discapacitados. |
που βρίσκεται στον πρώτο όροφο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιπεριά(φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La planta del pimiento puede brindar frutos rojos, verdes o amarillos. Μια πιπεριά μπορεί να βγάλει κόκκινους, πράσινους ή κίτρινους καρπούς. |
πρώτος όροφος
Por razones de salud siempre sube por escaleras al primer piso en vez de subir por ascensor. |
μονοετές φυτό(Botánica) Las margaritas son plantas anuales, así que tendremos que plantarlas de nuevo en primavera. Ο ταγέτης είναι μονοετές φυτό, επομένως πρέπει να τον ξαναφυτεύσουμε την επόμενη άνοιξη. |
που βρίσκεται στον πρώτο όροφο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του planta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του planta
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.