Τι σημαίνει το práctica στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης práctica στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του práctica στο ισπανικά.
Η λέξη práctica στο ισπανικά σημαίνει εξασκούμαι σε κτ, εξασκούμαι σε κτ, εξασκούμαι, ασκούμαι, κάνω πρόβα, εξάσκηση, εφαρμογή, μάθημα, μέθοδος, πρακτική, συνήθεια, τακτική, πρακτική, κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία, προπόνηση, πρακτικός, λογικός, εύλογος, διπλό, πρακτική, προπόνηση, πρακτική, πρακτικά ζητήματα, πρακτικά θέματα, προπόνηση ποδοσφαίρου, εκπαίδευση, πρακτική άσκηση, πρόβα, κανόνας, τύπος, προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ, πρακτικός, χρήσιμος, κατάλληλος, εφαρμοσμένος, πρακτικός, λειτουργικός, που πιάνουν τα χέρια του, προσγειωμένος, πρακτικός, εργαστηριακός, πλοηγός, πιλότος, χρήσιμος, προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός, λογικός, εύλογος, πρακτικός, φυσιολάτρης, ασκώ την ιατρική, πάω για μπάνιο, ελεύθερη πτώση, πτώση με αλεξίπτωτο, ραβδοσκοπώ, παρατηρώ τα ουράνια σώματα, παρηχώ, παθαίνω υδρολίσθηση, κάνω ενδοσκόπηση, κάνω άλμα βάσης, ζωοτομώ, κάνω wakeboard, κάνω γουέικμπορντ, κάνω άλμα επί κοντώ, ξιφομαχώ, κάνω πεζοπορία, ασκώ την ιατρική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης práctica
εξασκούμαι σε κτverbo transitivo Los niños de seis años practicaban la escritura de la letra c. Τα εξάχρονα εξασκήθηκαν στη γραφή του γράμματος C. |
εξασκούμαι σε κτverbo transitivo Practica tus estudios de piano para ganar destreza. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν εξασκείσαι καθημερινά στο πιάνο, σύντομα θα γίνεις πολύ καλύτερος. |
εξασκούμαι, ασκούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los soldados habían estado practicando toda la tarde. |
κάνω πρόβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los actores ensayaron la obra por varias semanas antes de la noche de apertura. Οι ηθοποιοί έκαναν πρόβα το έργο για αρκετές εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα. |
εξάσκησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La práctica del dibujo por parte de los estudiantes les ayudó a mejorar su habilidad. Η εξάσκηση που έκαναν οι μαθητές στο σχέδιο τους βοήθησε να βελτιώσουν τις ικανότητες τους. |
εφαρμογήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Debes poner en práctica tu conocimiento. Πρέπει να βάλεις σε εφαρμογή τις γνώσεις σου. |
μάθημαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Como parte de mis estudios de música, Tengo tres horas de práctica de flauta los viernes. |
μέθοδος, πρακτικήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En temas de derechos de autor, tienes que seguir la práctica habitual para impugnar una reclamación. |
συνήθεια, τακτική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La costumbre local de pasarse las tardes en los cafés se ha extendido a otras provincias. Η τοπική συνήθεια (or: τακτική) του να περνάμε τα απογεύματα στα καφενεία μεταδίδεται και σε άλλες επαρχίες. |
πρακτική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασίαnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nunca hice un curso de programación, pero aprendí mucho con la práctica. No se necesita experiencia, la compañía provee la práctica. |
προπόνησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρακτικός, λογικός, εύλογος(solución) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Andrew no quería volver a mudarse con sus padres después de la universidad, pero podía ver que era la opción más práctica. Ο Άντριου δεν ήθελε πραγματικά να μετακομίσει στους γονείς του μετά το πανεπιστήμιο, αλλά έβλεπε πως ήταν μια πρακτική επιλογή. |
διπλόnombre femenino (αγώνας ανάμεσα στους συμπαίκτες) |
πρακτική(examen) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me fue bien en el examen escrito, pero no en la práctica. |
προπόνηση(σε διαμορφωμένο χώρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim fue a la práctica con sus compañeros de equipo. |
πρακτικήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El curso de ciencia incluye lecciones teóricas y prácticas. |
πρακτικά ζητήματα, πρακτικά θέματαnombre femenino |
προπόνηση ποδοσφαίρου(fútbol) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο γιος μου έχει ποδόσφαιρο στις 5, άρα μάλλον δε θα προλάβω. |
εκπαίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con el entrenamiento como electricista aprendió a reparar televisores. Κατά την εκπαίδευσή του ως ηλεκτρολόγος, έμαθε να επισκευάζει τηλεοράσεις. |
πρακτική άσκηση(trabajo) Tom obtuvo una pasantía en la compañía de su padre durante la universidad. Ο Τομ έκανε πρακτική στην εταιρεία του μπαμπά του όταν σπούδαζε. |
πρόβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Henry le pidió a un amigo que escuchara un ensayo de su discurso y le diera una devolución. Ο Χένρι ζήτησε από τον φίλο του να ακούσει την πρόβα της ομιλίας του και να του πει τη γνώμη του. |
κανόνας, τύπος(θρησκευτικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La observancia de los Shabat es sagrada para los judíos. |
προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ(fútbol americano) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρακτικός, χρήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta es una aplicación muy práctica, me ayuda de muchas maneras. Αυτή είναι μια πρακτική εφαρμογή. Με βοηθά με πολλούς τρόπους. |
κατάλληλοςadjetivo (cómodo, conveniente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En el baño, hay un área muy práctica para cambiar los pañales de los bebés. Στην τουαλέτα, υπάρχει κατάλληλος χώρος για το άλλαγμα των μωρών. |
εφαρμοσμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Estos hallazgos son importantes tanto en el aspecto teórico como en el práctico. Αυτά τα ευρήματα είναι σημαντικά και για τη θεωρία και για την εφαρμοσμένη πρακτική. |
πρακτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Andy adoptó un enfoque práctico en el manejo diario de la compañía. Ο Άντι ακολούθησε μια πρακτική προσέγγιση στα καθημερινά ζητήματα της διοίκησης της εταιρίας. |
λειτουργικός(σχετικός με λειτουργία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La estudiante quería aprender las aplicaciones prácticas de las matemáticas, así que cambió su foco de atención a físicas. |
που πιάνουν τα χέρια τουadjetivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eugene es muy práctico, es muy bueno poniendo estantes y arreglando cosas en la casa. Του Γιουτζίν πιάνουν τα χέρια του. Είναι καλός στο να τοποθετεί ράφια και να φτιάχνει πράγματα στο σπίτι. |
προσγειωμένος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La personalidad práctica de Janice es ideal para el puesto de gerente. |
πρακτικός, εργαστηριακόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los estudiantes tienen lección práctica esta tarde. |
πλοηγός, πιλότοςnombre masculino (Náutica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El barco incluyó a un práctico en su tripulación para que los llevara al interior del puerto. |
χρήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es útil tener cuerdas cuando vas a acampar. Ένα σκοινί είναι χρήσιμο όταν κάνεις διακοπές με σακίδιο. |
προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λογικός, εύλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρακτικός(actitud) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Margaret tomó la decisión pragmática de estar de acuerdo con el jefe. |
φυσιολάτρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ασκώ την ιατρική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi abuelo ejerció la medicina durante 35 años. |
πάω για μπάνιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθερη πτώσηlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bert saltó desde el avión y practicó caída libre durante algunos momentos. |
πτώση με αλεξίπτωτο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A Bert le encanta la adrenalina que siente cuando hace paracaidismo. |
ραβδοσκοπώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρατηρώ τα ουράνια σώματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρηχώ(γλωσσολογία: παρήχηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παθαίνω υδρολίσθηση(οδήγηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ενδοσκόπησηlocución verbal (εσωτερική αναζήτηση) |
κάνω άλμα βάσηςlocución verbal (deportes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωοτομώ(πείραμα σε ζώο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω wakeboard, κάνω γουέικμπορντlocución verbal (θαλάσσιο σπορ σε σανίδα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω άλμα επί κοντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rodrigo practicaba el salto con pértiga cuando estaba en la universidad. |
ξιφομαχώ(άθλημα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Erin hacía esgrima en una competencia nacional. Η Έριν ξιφομάχησε σε έναν εθνικό αγώνα. |
κάνω πεζοπορία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry practicaba senderismo en el bosque fuera de la ciudad después del trabajo. Ο Λάρι έκανε πεζοπορία στο δάσος έξω από την πόλη μετά τη δουλειά. |
ασκώ την ιατρική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hace tres años que practica la medicina. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του práctica στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του práctica
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.