Τι σημαίνει το production στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης production στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του production στο Αγγλικά.
Η λέξη production στο Αγγλικά σημαίνει παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, θέμα, παρουσίαση, παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά, συμπαραγωγή, που γυρίζεται, στην παραγωγή, μαζική παραγωγή, μέσα παραγωγής, μέθοδος παραγωγής, δοκιμαστική παραγωγή, προπαραγωγή, σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής, γραμμή παραγωγής, διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής, πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής, βοηθός παραγωγής, τεχνικός παραγωγής, παρακολούθηση παραγωγής, εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής, ραδιοφωνικό θέατρο, εγκαταστάσεις παραγωγής, προσωπικό των εγκαταστάσεων παραγωγής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης production
παραγωγήnoun (creation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The production of a work of art requires a lot of time and effort. Η δημιουργία ενός έργου τέχνης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο και προσπάθεια. |
παραγωγήnoun (manufacture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our company specialises in the production of luxury cars. Η εταιρεία μας ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων. |
παραγωγήnoun (amount produced) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This item is so popular that the factory has had to increase production. Αυτό το προϊόν είναι τόσο δημοφιλές που το εργοστάσιο έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή. |
παραγωγήnoun (theatrical show) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The latest production at the Barnfield Theatre is worth seeing. Την τελευταία παραγωγή του Θεάτρου Μπάρνφιλντ αξίζει να τη δει κανείς. |
παραγωγήnoun (music: arrangement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραγωγήnoun (movies: making) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Production is the stage when the film is being shot. Η παραγωγή είναι το στάδιο κατά το οποίο γίνονται τα γυρίσματα της ταινίας. |
θέμαnoun (figurative ([sth] overly complicated) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You're only travelling to London and people do that every day; there's no need to make a production out of it! Απλά θα πας στο Λονδίνο, κάτι που κάνουν τόσοι άνθρωποι καθημερινά· δε χρειάζεται τόσο μεγάλη ανάλυση! |
παρουσίασηnoun (act of providing [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Glenn insisted he had done nothing wrong, but the production of CCTV footage proved he was lying. |
παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειράnoun (cycle of manufacturing) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμπαραγωγήnoun ([sth] produced jointly) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που γυρίζεταιadjective (movie: being filmed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her latest film was still in production when she became ill. |
στην παραγωγήadjective ([sth]; being made, manufactured) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The latest model is presently in production and will be available early next year. New energy-efficient cars, which will help reduce global warming, are now in production. Το τελευταίο μοντέλο είναι στην παραγωγή αυτή τη στιγμή και θα είναι διαθέσιμο στις αρχές του άλλου χρόνου. Νέα αυτοκίνητα εξοικονόμησης ενέργειας, τα οποία θα βοηθήσουν στη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, βρίσκονται πλέον στην παραγωγή. |
μαζική παραγωγήnoun (uncountable (large-scale manufacturing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Henry Ford brought the techniques of mass production to the motor car. |
μέσα παραγωγήςnoun (resources: equipment, workers) Third-world countries need to develop their means of production. |
μέθοδος παραγωγήςnoun (socio-economics: how goods are output) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δοκιμαστική παραγωγήnoun ([sth] produced on a trial basis) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπαραγωγήnoun (before formal production phase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγήςnoun (TV, cinema: [sb] who oversees visuals) (ΤV, κινηματογράφος) |
γραμμή παραγωγής(manufacturing) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγήςnoun (supervises manufacture) The Production Manager is the most important person in the Production Department. |
πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγήςnoun (offshore power station) (εξόρυξη πετρελαίου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βοηθός παραγωγήςnoun (TV, cinema: [sb] who runs errands) (ΤV, κινηματογράφος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τεχνικός παραγωγήςnoun ([sb] who supervises manufacture of [sth]) (ΤV, κινηματογράφος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
παρακολούθηση παραγωγήςnoun (monitoring progress of output) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγήςnoun (machine operator) |
ραδιοφωνικό θέατροnoun (drama made to be broadcast on radio) |
εγκαταστάσεις παραγωγήςnoun (factory: production area) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσωπικό των εγκαταστάσεων παραγωγήςnoun (staff in production area) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του production στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του production
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.