Τι σημαίνει το propriedade στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης propriedade στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του propriedade στο πορτογαλικά.

Η λέξη propriedade στο πορτογαλικά σημαίνει ιδιοκτησία, περιουσία, υπάρχοντα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, έκταση, σπιτικό, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιωτική περιουσία, συγκρότημα κατοικιών, ιδιοκτησία, ευθύνη, υπάρχοντα, υπάρχοντα, ευπρέπεια, κοσμιότητα, κρατικός, κυβερνητικός, δικαιούχος πλήρους κυριότητας, γαιοκτησία, γαιοκτησία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συλλογική κυριότητα, συνιδιοκτησία, συνιδιοκτησία, κοινή ιδιοκτησία, ετατισμός, κρατισμός, δημόσια ιδιοκτησία, δημόσιος χώρος, φόρος χαρτοσήμου, χημική ιδιότητα, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίας, πνευματική ιδιοκτησία, δικηγόρος που ειδικεύεται σε ευρεσιτεχνίες και εμπορικά σήματα, αξία ακινήτου, νομικώς τακτοποιημένος τίτλος, υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία, ιδιοκτησία χωρίς δυνατότητα απαλλοτρίωσης, κυριότητα, επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης propriedade

ιδιοκτησία, περιουσία

substantivo feminino (coisa possuída)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta impressora é de minha propriedade.
Αυτός ο εκτυπωτής είναι δική μου ιδιοκτησία (or: περιουσία).

υπάρχοντα

substantivo feminino (possessões)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Estas caixas contêm toda minha propriedade.
Αυτά τα κουτιά περιέχουν όλο μου το βιος.

ιδιοκτησία

substantivo feminino (terra, herdade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Saia da minha propriedade agora!
Φύγε από την ιδιοκτησία μου τώρα.

ιδιότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As propriedades da água são bem conhecidas. Escolha um metal cuja propriedades atendam suas necessidades.

έκταση

(imóvel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Josh alugou uma propriedade fora da cidade para seu cavalo.
Ο Τζος νοίκιασε μια έκταση έξω από την πόλη για το άλογό του.

σπιτικό, σπίτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιδιοκτησία

(condição e classe de proprietário)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιδιωτική περιουσία

συγκρότημα κατοικιών

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O ator tinha origens humildes, tendo crescido numa propriedade numa área pobre.
Ο ηθοποιός έχει ταπεινές καταβολές, καθώς μεγάλωσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών σε μια φτωχή περιοχή.

ιδιοκτησία

substantivo feminino (ser dono)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ter posse de uma casa é muito importante para algumas pessoas.
Η ιδιοκτησία κατοικίας είναι πολύ σημαντική για μερικούς.

ευθύνη

substantivo feminino (de projeto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπάρχοντα

(propriedade material)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Todos os bens de Simon caberão no porta-malas de seu carro.
Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει.

υπάρχοντα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele tinha muito poucos pertences pessoais.
Είχε πολύ λίγα υπάρχοντα.

ευπρέπεια, κοσμιότητα

substantivo feminino (decência moral)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ευπρέπεια (or: κοσμιότητα) του εφημέριου κυριαρχεί έναντι της κοινής λογικής του.

κρατικός, κυβερνητικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικαιούχος πλήρους κυριότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(legal: propriedade herdada)

συλλογική κυριότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνιδιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνιδιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινή ιδιοκτησία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετατισμός, κρατισμός

(propriedade governamental)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημόσια ιδιοκτησία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημόσιος χώρος

(áreas de propriedade do governo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φόρος χαρτοσήμου

(tarifa paga na aquisição de propeiedade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χημική ιδιότητα

φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πνευματική ιδιοκτησία

substantivo feminino

δικηγόρος που ειδικεύεται σε ευρεσιτεχνίες και εμπορικά σήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξία ακινήτου

(valor financeiro de imóvel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νομικώς τακτοποιημένος τίτλος

(lei: direito de manter a propriedade livre do interesse de outrem)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία

(lei: posses físicas)

ιδιοκτησία χωρίς δυνατότητα απαλλοτρίωσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John e Sarah pagaram sua hipoteca, portanto agora possuem cem por cento do direito de propriedade da casa.
Ο Τζόν και η Σάρα αποπλήρωσαν το δάνειό τους και τώρα έχουν το εκατό τοις εκατό της κυριότητας του σπιτιού τους.

επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του propriedade στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του propriedade

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.