Τι σημαίνει το pump στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pump στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pump στο Αγγλικά.
Η λέξη pump στο Αγγλικά σημαίνει τρόμπα, αντλία, αντλία, πιέζω επίμονα, βάζω, αντλώ, διοχετεύω, διοχετεύω κτ σε κτ, μπαλαρίνα, είδος παπουτσιού, γόβα, χύνομαι, ξεχύνομαι, πιέζω, πιέζω κπ για κτ, διοχετεύω κτ σε κτ, γαζώνω κτ/κπ με κτ, αντλώ, αδειάζω, φουσκώνω, τρομπάρω, παραφουσκώνω, ξεσηκώνω, τρόμπα, τρόμπα, διανεμητής μπύρας, τρόμπα, αντλία στήθους, τρόμπα, αντλία καυσίμου, αντλία βενζίνης, υπάλληλος βενζινάδικου, βενζινοπώλης, χειροκίνητη αντλία, αντλία θερμότητας, αντλία ινσουλίνης, υδραυλική αντλία, ανοίγω τον δρόμο, κάνω βάρη, αναρρόφηση, μέτρα για την επαναδραστηριοποιητική, χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό, επαναληπτική καραμπίνα, στομαχική αντλία, σωλήνας αναρρόφησης, αντλία εκκένωσης υπόγειων υγρών, αντλία κενού, αντλία νερού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pump
τρόμπαnoun (device for inflating [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marilyn's bike tyre has gone flat, so she's looking for a pump to blow it back up again. Το λάστιχο του ποδηλάτου της Μέρλιν έγινε πίτα και έτσι ψάχνει για μια τρόμπα για να το φουσκώσει. |
αντλίαnoun (water pump) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tom bought a pump after his cellar had been flooded three times. Ο Τομ αγόρασε μια αντλία αφότου το κελάρι του πλημμύρισε τρεις φορές. |
αντλίαnoun (gasoline dispenser) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) William pulled up beside the pump, got out of the car, and began to fill the tank. Ο Ουίλλιαμ σταμάτησε δίπλα από την αντλία, βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να γεμίζει το ντεπόζιτο. |
πιέζω επίμοναtransitive verb (push repeatedly) Max pumped the handle, desperately trying to open the door. Ο Μαξ πίεσε επίμονα το χερούλι, προσπαθώντας απελπισμένα να ανοίξει την πόρτα. |
βάζωtransitive verb (dispense: gasoline) (βενζίνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Petra pumped petrol into her car's tank. Η Πέτρα έβαλε πετρέλαιο στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της. |
αντλώtransitive verb (force: water, air) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ursula is pumping the water out of her cellar, following the recent floods. Η Ούρσουλα αντλεί το νερό από το κελάρι της μετά από τις πρόσφατες πλημμύρες. |
διοχετεύω(insert: air) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The gas station attendant pumped air into the tires. |
διοχετεύω κτ σε κτ(figurative (inject) The addict pumped the drug into her vein. |
μπαλαρίναnoun (UK, often plural (ballet shoe) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Janet likes wearing heels, but carries a pair of pumps in her bag for her long walk home. |
είδος παπουτσιούnoun (UK, often plural (sports, ballet: slip-on shoe) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Neil has forgotten his pumps, so he can't do PE today. |
γόβαnoun (US, usually plural (high-heeled shoe) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Linda always wears pumps in the office. |
χύνομαι, ξεχύνομαιintransitive verb (liquid: spurt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Water pumped from the burst pipe. |
πιέζωtransitive verb (figurative, informal (interrogate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cops were pumping the suspect, trying to get a confession out of him. |
πιέζω κπ για κτ(figurative, informal (interrogate) Karen's colleagues keep pumping her for information about the merger, but she won't tell them anything. |
διοχετεύω κτ σε κτ(figurative (invest: money, etc.) The project is failing, but the backers keep pumping money into it anyway. |
γαζώνω κτ/κπ με κτ(bullets: fire repeatedly) The gunman pumped bullets into the car. |
αντλώphrasal verb, transitive, separable (emit, produce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The tabloid newspapers keep pumping out stories about celebrities. |
αδειάζωphrasal verb, transitive, separable (extract by pumping) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ursula is pumping out her cellar. |
φουσκώνω, τρομπάρωphrasal verb, transitive, separable (inflate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marilyn is pumping up her bike tyre. Η Μέριλιν φουσκώνει το λάστιχο του ποδηλάτου της. |
παραφουσκώνωphrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (increase) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεσηκώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (cause excitement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρόμπαnoun (device: inflates tyres) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) To inflate our car tires, we use the air pump at the gas station instead of the bicycle pump at home. |
τρόμπαnoun (device: compresses air) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διανεμητής μπύραςnoun (draws beer from keg) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τρόμπαnoun (device: inflates bicycle tyres) (ποδήλατο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter's bicycle had a flat tyre, so he went to get his bike pump. |
αντλία στήθουςnoun (device for expressing breast milk) (για το μητρικό γάλα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I extract milk with a breast pump so the nanny can feed the baby while I'm at work. |
τρόμπαnoun (foot-operated pumping device) (όχι ηλεκτρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We inflated the dinghy with a foot pump. |
αντλία καυσίμουnoun (engine part) (μηχανή εσωτερικής καύσης) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) My car doesn't run because the fuel pump is broken. |
αντλία βενζίνηςnoun (fuel dispenser for vehicles) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπάλληλος βενζινάδικουnoun (person who works petrol pumps) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) I can't remember the last time I saw a petrol pump attendant in the UK. |
βενζινοπώληςnoun (person who works gas pumps) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Self service has made gasoline pump attendants a thing of the past. |
χειροκίνητη αντλίαnoun (device for inserting air or liquid) |
αντλία θερμότητας(mechanics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντλία ινσουλίνης(medicine) |
υδραυλική αντλίαnoun (pump powered by hydraulics) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανοίγω τον δρόμοverbal expression (stimulate [sth] to happen) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The new frozen yogurt shop primed the pump with a day-long giveaway. |
κάνω βάρηintransitive verb (lift weights for exercise) (γυμναστήριο) |
αναρρόφησηnoun (getting fluid into a pump at startup) (υγρού από αντλία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέτρα για την επαναδραστηριοποιητικήnoun (US, figurative (government: stimulus spending) (οικονομία) |
χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερόnoun (area in a spa for refreshments) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επαναληπτική καραμπίναnoun (powerful firearm) |
στομαχική αντλίαnoun (device for emptying stomach contents) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σωλήνας αναρρόφησηςnoun (mechanism for drawing up liquid) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντλία εκκένωσης υπόγειων υγρών(machinery) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντλία κενού(machinery) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντλία νερούnoun (device that moves water) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pump στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pump
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.