Τι σημαίνει το quanto στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quanto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quanto στο πορτογαλικά.
Η λέξη quanto στο πορτογαλικά σημαίνει πόσος, πόσο, πόσο, τόσο... όσο, και... και, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, όσον αφορά εμένα, πόσος χρόνος χρειάζεται, πόσο χρόνο θέλει, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, όσο τραβάει η όρεξη σου, παντού, οπουδήποτε, από αυτή την άποψη, πόσο μάλλον, από όσο, ο καλύτερος δυνατός, σχετικά με, αναφορικά με, τόσο καλός όσο, εξίσου καλός, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, πάω στοίχημα, όπως όλοι, χρόνια και ζαμάνια, δύσκολος στο φαγητό, όσον αφορά κτ, τόσο μακριά όσο, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, τι μήκος, αρκετά, τόσο... όσο, τόσο... όσο, τόσο... όσο και, τόσο... όσο, αμφιταλαντεύομαι, τόσο... όσο, οτιδήποτε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quanto
πόσοςpronome (quantidade, grau) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Não importa quanto esforço você coloque no trabalho, é o resultado que conta! Σημασία δεν έχει το πόση προσπάθεια καταβάλεις στη δουλειά, τα αποτελέσματα είναι που μετράνε! |
πόσοpronome (custo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quanto é esse sanduíche? Πόσο κοστίζει αυτό το σάντουιτς; |
πόσοpronome (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Não importa quanto eu tente agradar meu chefe, ele ainda não está satisfeito. Άσχετα από το πόσο προσπαθώ να ευχαριστήσω το αφεντικό μου, εκείνος παραμένει ανικανοποίητος. |
τόσο... όσοconjunção (tão... quanto) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele não é tão esperto quanto todo mundo pensa. |
και... και
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele é igualmente alto e bonito. Είναι ψηλός και όμορφος. |
το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όσον αφορά εμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Meu marido está indo trabalhar. Quanto a mim, vou ficar em casa e cuidar do bebê. Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό. |
πόσος χρόνος χρειάζεται, πόσο χρόνο θέλειlocução pronominal (tempo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quanto tempo leva para cozinhar um ovo? Πόσο κάνει ένα αβγό να βράσει; |
όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς(tanto quanto puder) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όσο τραβάει η όρεξη σου(tanto quanto te agradar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παντού, οπουδήποτε(em toda parte, em qualquer lugar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από αυτή την άποψηlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόσο μάλλον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu não consigo sequer entrar no tamanho médio, que dirá no tamanho pequeno. Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό. |
από όσο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Até onde eu sei, tudo ainda está correndo bem no projeto. Από όσο ξέρω, όλα πάνε ακόμα καλά με το πρότζεκτ. |
ο καλύτερος δυνατόςlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estou escrevendo com referência ao comportamento do seu filho em sala de aula. Σας γράφω σχετικά με τη συμπεριφορά του γιου σας στην τάξη. |
τόσο καλός όσο, εξίσου καλόςlocução conjuntiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele é tão bom em matemática quanto meu irmão. |
τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσοexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όσο το δυνατόν περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu tento me exercitar o máximo possível. Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο. |
μέχριexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όσο περισσότεροι τόσο το καλύτεροexpressão (quanto mais pessoas, mais engraçado será) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όσο νωρίτερα τόσο καλύτεραexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάω στοίχημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως όλοιexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρόνια και ζαμάνιαinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δύσκολος στο φαγητό
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
όσον αφορά κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Em relação aos seus problemas, infelizmente não posso ajudar em nada. Όσον αφορά τα προβλήματά σου φοβάμαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω καθόλου. |
τόσο μακριά όσοlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nossa nova mercearia é tão longe quanto a antiga. Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό. |
όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quanto a esse cara, eu não acho que ele vá a lugar algum na vida. Όσον αφορά (or: σχετικά με) αυτόν τον τύπο, δεν νομίζω ότι θα προοδέψει στη ζωή του. |
τι μήκοςlocução pronominal (dimensão) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quanto mede a Grande Muralha da China? Τι μήκος έχει το Σινικό τείχος; |
αρκετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τόσο... όσο
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Meu jardim é tão longo quanto um campo de futebol americano. Ο κήπος μου έχει μήκος όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. |
τόσο... όσοlocução conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ninguém come tanto quanto meu irmão. Κανείς δεν μπορεί να φάει όσο ο αδερφός μου! |
τόσο... όσο καιlocução adverbial (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tanto ele quanto o irmão dele são canhotos. Και ο ίδιος και ο αδερφός του είναι αριστερόχειρες. |
τόσο... όσοlocução conjuntiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu te amo tanto quanto amo sua irmã. Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου. |
αμφιταλαντεύομαι(ser indeciso a respeito de) (δεν μπορώ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O senador hesitou por meses quanto à decisão. Ο γερουσιαστής αμφιταλαντευόταν για μήνες σχετικά με την απόφαση. |
τόσο... όσοlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este vinho é tão bom quanto aquele. Essa piada é tão velha quanto andar para frente. |
οτιδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quanto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του quanto
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.