Τι σημαίνει το quarrel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quarrel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quarrel στο Αγγλικά.

Η λέξη quarrel στο Αγγλικά σημαίνει καβγάς, διαφωνία με κτ, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, διαφωνώ με κτ, βέλος, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, δεν διαφωνώ με κπ/κτ, ερωτικό καβγαδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quarrel

καβγάς

noun (argument)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Simon and Matthew have had a quarrel and now they aren't speaking.
Ο Σάιμον κι ο Μάθιου είχαν μια φιλονικία (or: διαμάχη) και τώρα δεν μιλιούνται.

διαφωνία με κτ

noun (disagreement with [sth])

μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι

intransitive verb (argue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Linda could hear her neighbours quarreling on the other side of the wall.
Η Λίντα άκουγε τους γείτονές της να τσακώνονται στην άλλη μεριά του τοίχου.

μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ

(argue with)

Luke is always quarrelling with his brother.

διαφωνώ με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (disagree)

I'm not quarrelling with Bill's advice; I just think he could have offered it more politely.

βέλος

noun (historical (crossbow arrow) (βαλλίστρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Robin fitted a quarrel to his bow and took aim.

διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (argue about)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Money was always short in the household, and so the couple quarrelled over bills incessantly.
Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς.

δεν διαφωνώ με κπ/κτ

verbal expression (not disagree with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερωτικό καβγαδάκι

noun (argument between couple)

Even people in love with each other fight sometimes, so then it's called a lovers' quarrel.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quarrel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quarrel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.