Τι σημαίνει το rangée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rangée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rangée στο Γαλλικά.

Η λέξη rangée στο Γαλλικά σημαίνει καταδρομέας, μπότα, κρατάω σε τάξη, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, αποθηκεύω, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, διατηρώ/αποθηκεύω μαζί, καθαρίζω, μαζεύω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, πακετάρω, βάζω σε κουτιά, συσκευάζω, τακτοποιώ, βάζω στην άκρη, αποθηκεύω, συμμαζεύω, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, βάζω κτ σε τάξη, αδειάζω,ξεκαθαρίζω, αρχειοθετώ, ασφαλίζω, ταξινομώ, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, σε σειρά, σε τάξη, τακτοποιώ, καθαρίζω, ταξινομώ, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, συντονίζω, φυλάω, τακτοποιώ, διευθετώ, οργανώνω, τακτοποιώ, κατατάσσω, ταξινομώ, οργανωμένος, συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, αρχειοθετημένος, οργανωμένος, τακτικός, ταξινομημένος, ταξινομημένος, σειρά, σειρά, πίνακας, γραμμή, σειρά, φτιάχνω, σταματώ, παρκάρω, σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη, συνδυάζω σε ζεύγη, συνταιριάζω, ταιριάζω, σε σειρά, αλλάζω γνώμη, αλλάζω στρατόπεδο, μεταπείθομαι, κάνω ζευγάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rangée

καταδρομέας

nom masculin (militaire aux États-Unis)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Les rangers partent en mission spéciale.

μπότα

(anglicisme)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρατάω σε τάξη

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour éviter les accidents, il est important de ranger son atelier.

μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je veux ranger (or: faire du rangement) avant que les invités arrivent.
Θέλω να συμμαζέψω πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.

αποθηκεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διατηρώ/αποθηκεύω μαζί

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je range toutes mes chaussures dans un placard dans ma chambre.
Αποθηκεύω όλα τα παπούτσια μου μαζί σε ένα ντουλάπι στο δωμάτιό μου.

καθαρίζω, μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, συμμαζεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria a dit aux enfants de ranger leurs jouets une fois qu'ils avaient fini de jouer avec.
Η Μαρία είπε στα παιδιά να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, όταν τελειώσουν το παιχνίδι.

πακετάρω, βάζω σε κουτιά, συσκευάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, βάζω στην άκρη

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon père m'a dit de ranger mes vêtements.
Ο μπαμπάς μου μου είπε να τακτοποιήσω τα ρούχα μου.

αποθηκεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les gilets de sauvetages sont rangés sous les sièges.

συμμαζεύω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je range la maison quand j'attends des invités.

μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'a fallu trois heures pour ranger la chambre.
Μου πήρε τρεις ώρες να συγυρίσω αυτό το δωμάτιο.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

verbe transitif (une chambre,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Range ta chambre et range tes vêtements !
Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου!

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Range ta chambre tout de suite !
Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή!

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rose était encore en train de ranger lorsque ses invités sont arrivés.
Η Ρόουζ ακόμα τακτοποιούσε όταν έφτασαν οι καλεσμένοι της.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma maison est en désordre parce que je déteste ranger.

βάζω κτ σε τάξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδειάζω,ξεκαθαρίζω

verbe transitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu ne ranges (or: vides) pas le garage rapidement, je ne pourrai plus garer ma voiture.
Αν δεν αδειάσεις το γκαράζ σύντομα, δε θα μπορέσω να παρκάρω το αμάξι μου.

αρχειοθετώ

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je range (or: Je classe) toutes mes factures de téléphone dans un même dossier.
Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί.

ασφαλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La machine peut-être rangée (or: placée) dans sa boîte pour le voyage.

ταξινομώ

(rangement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a rangé les dossiers par date.

τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά.

σε σειρά, σε τάξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mettez ces cartes dans l'ordre, s'il vous plaît.
Σε παρακαλώ, βάλε τις κάρτες σε σειρά (or: σε τάξη). Θα μπορούσες να βάλεις αυτά τα αρχεία σε τάξη, σε παρακαλώ;

τακτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma grand-mère a mis toutes ses affaires en ordre juste avant de mourir.

καθαρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous devons faire du ménage avant que les invités n'arrivent.
Πρέπει να καθαρίσουμε πριν καταφτάσουν οι καλεσμένοι.

ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avez-vous fini de trier (or: ranger) ces cartes par ordre alphabétique ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πώς κατέταξες τελικά τα λεξικά σου, ανά γλώσσα ή ανά θέμα;

τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συντονίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φυλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était une information intéressante qu'il a classée pour référence ultérieure.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα πληροφορία και τη φύλαξε για μελλοντική χρήση.

τακτοποιώ, διευθετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon fils doit trier les vêtements dans son placard.
Ο γιος μου πρέπει να τακτοποιήσει τα ρούχα στην ντουλάπα.

οργανώνω, τακτοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucas range ses livres.
Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του.

κατατάσσω, ταξινομώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez classer (or: ranger) les spécimens du plus petit au plus grand.

οργανωμένος

(choses)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rien n'a jamais été organisé dans son bureau.
Τίποτα δεν ήταν ποτέ οργανωμένο στο γραφείο του.

συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος

adjectif (pièce, endroit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Après avoir passé une journée à faire du ménage, Mark admirait sa maison rangée avec un sentiment de satisfaction.
Αφού πέρασε όλη την ημέρα κάνοντας δουλειές ο Μαρκ κοίταξε το συγυρισμένο σπίτι με ένα αίσθημα ικανοποίησης.

αρχειοθετημένος

adjectif (documents)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

οργανωμένος

adjectif (documents,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τακτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La disposition ordonnée des livres sur les étagères permet de trouver facilement ce qu'on cherche.

ταξινομημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les livres de Jeremy étaient soigneusement classés (or: rangés).
Τα βιβλία του Τζέρεμι ήταν προσεκτικά ταξινομημένα.

ταξινομημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les catégories classées étaient facilement compréhensibles.

σειρά

nom féminin (Jardinage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a planté une rangée de pommes de terre dans le jardin.
Φύτεψε μια σειρά πατάτες στον κήπο.

σειρά

nom féminin (de perles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le collier de Tamsin était une simple rangée de perles.
Το κολιέ της Ταμσίν ήταν μια μονή σειρά μαργαριτάρια.

πίνακας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La rangée de commutateurs pour contrôler l'éclairage est de ce côté.
Ο πίνακας με τους διακόπτες για τα φώτα είναι εκεί πέρα.

γραμμή

nom féminin (jeu sur un damier) (ντάμα, παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le but est d'atteindre la dernière rangée de ton adversaire.

σειρά

(de sièges)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons eu des places pour le cinquième rang.
Βρήκαμε εισιτήρια στην πέμπτη σειρά.

φτιάχνω

(ses valises)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα;

σταματώ, παρκάρω

(véhicule) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand la voiture de son père s'est arrêtée (or: s'est garée) à côté de la maison, elle a couru l'accueillir.

σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη

verbe pronominal (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorsqu'il vit le gyrophare dans son rétroviseur, il se rangea sur le côté.
Όταν είδε από τον καθρέφτη τα φώτα να αναβοσβήνουν, έκανε στην άκρη.

συνδυάζω σε ζεύγη, συνταιριάζω, ταιριάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les chaussures étaient soigneusement rangées deux par deux.

σε σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Laisse-moi une minute pour mettre ces papiers en ordre (or: pour ranger ces papiers).
Δώσε μου ένα λεπτό να αυτά τα χαρτιά σε τάξη.

αλλάζω γνώμη

αλλάζω στρατόπεδο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smith a démissionné du gouvernement et est passé à l'opposition (or: a rejoint l'opposition).
Ο Σμιθ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στην αντιπολίτευση.

μεταπείθομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve a fini par se ranger à mon avis.
Τελικά, ο Στιβ μεταπείστηκε και συμφώνησε μαζί μου.

κάνω ζευγάρι

(objets)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mes chaussettes sont toutes mélangées. Je dois les ranger par paire (or: trier par paire).

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rangée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.