Τι σημαίνει το rat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rat στο Αγγλικά.

Η λέξη rat στο Αγγλικά σημαίνει αρουραίος, ρουφιάνος, ρουφιάνα, σπιούνος, απεργοσπάστης, απεργοσπάστρια, σπιουνεύω, καρφώνω, δίνω, αθετώ, Φτου!, που συχνάζει σε κτ, κωλώνω, καρφώνω, δίνω, καλαμποκόφιδο, psammomys obesus, μανιακός συλλέκτης, μανιακή συλλέκτρια, διποδόμυς, διποδόμυς, πειραματόζωο, είδος τρωκτικού, είδος τρωκτικού, Bandicota bengalensis, γυμνός τυφλοπόντικας, σαβουρομαζώχτρας, καρφώνω κπ σε κπ, δίνω κπ σε κπ, ποντικοφάρμακο, καθημερινότητα, χτύπος, κρότος πυροβολισμού, ουρίτσα, φάκα, ερείπιο, μπόμπιρας, κάτι μου βρωμάει, υδρόβιος αρουραίος, θαλασσόλυκος, αρουραίος, ποντικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rat

αρουραίος

noun (animal: rodent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My cat caught a rat this morning.
Η γάτα μου έπιασε έναν αρουραίο σήμερα το πρωί.

ρουφιάνος, ρουφιάνα

noun (figurative, pejorative, slang (untrustworthy person) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
That Richard's been badmouthing me to the boss behind my back; he's a rat.
Ο Ρίτσαρντ με κακολογεί στο αφεντικό μου πίσω από την πλάτη μου. Είναι ρουφιάνος.

σπιούνος

noun (figurative, pejorative, slang (informant) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απεργοσπάστης, απεργοσπάστρια

noun (figurative, pejorative, slang (worker who refuses to strike)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

σπιουνεύω

(slang (be an informant to) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nigel wondered which member of the gang had ratted to the cops.

καρφώνω, δίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (inform on) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly knew it was Tim who let the teacher's car tyres down, so she ratted on him.
Η Πόλι ήξερε ότι ο Τιμ ήταν εκείνος που τρύπησε τα λάστιχα του αυτοκινήτου της δασκάλας και τον κάρφωσε (or: έδωσε).

αθετώ

phrasal verb, transitive, inseparable (UK, informal (break: a promise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ratted on his promise to help me move.

Φτου!

interjection (informal (annoyance, frustration)

που συχνάζει σε κτ

noun (informal ([sb] frequenting place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's always at the gym; he's a real gym rat.

κωλώνω

phrasal verb, intransitive (US, slang (be cowardly, withdraw) (αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καρφώνω, δίνω

phrasal verb, transitive, separable (slang (inform on) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna's parents found out that she was skipping school when her brother ratted her out.

καλαμποκόφιδο

noun (reptile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

psammomys obesus

noun (animal: rodent) (επίσημο: τρωκτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tamarisk gerbils are small burrowing rodents.

μανιακός συλλέκτης, μανιακή συλλέκτρια

noun (UK (person who keeps or collects)

διποδόμυς

noun (US, Can (jumping rodent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διποδόμυς

noun (Aus (desert rodent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πειραματόζωο

noun (abbr (rodent bred for laboratory research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
More lab rats are used for testing cosmetics than conducting scientific research.

είδος τρωκτικού

noun (African rodent)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είδος τρωκτικού

noun (Eurasian rodent)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Bandicota bengalensis

noun (Indian bandicoot) (επίσημο: είδος τρωκτικού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γυμνός τυφλοπόντικας

noun (African rodentt)

σαβουρομαζώχτρας

noun (US, figurative (person who hoards or collects) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The old lady was a pack rat, and when she died it took several large moving vans to empty the house of her belongings.

καρφώνω κπ σε κπ, δίνω κπ σε κπ

verbal expression (slang (inform on) (μεταφορικά, καθομ)

After George cheated on the test, Jessica ratted him out to the teacher.

ποντικοφάρμακο

noun (substance toxic to rodents)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had to resort to rat poison to get rid of our infestation.

καθημερινότητα

noun (figurative (work life: competitive, routine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wanted to escape the rat race and work from home.

χτύπος

noun (knocking sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρότος πυροβολισμού

noun (gun firing sound)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ουρίτσα

noun (hair: thin pony tail) (κοντό μαλλί με ουρίτσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κομμώτρια κούρεψε τον μικρό μου γιο και του άφησε ουρίτσα για να είναι πιο μοντέρνος.

φάκα

noun (snare for catching rats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερείπιο

noun (figurative (shabby and dirty building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπόμπιρας

noun (US, Can, informal, humorous (young child)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάτι μου βρωμάει

verbal expression (figurative, informal (suspect [sth]) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You say you didn't steal my cookies, but I smell a rat.

υδρόβιος αρουραίος

noun (rodent)

θαλασσόλυκος

noun (figurative, informal (person who loves water sports) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρουραίος

noun (common rodent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ποντικός

noun (slang ([sb] who lives near the wharves) (μεταφορικά, αργκό: κλέφτης λιμανιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.