Τι σημαίνει το réduire στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης réduire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του réduire στο Γαλλικά.
Η λέξη réduire στο Γαλλικά σημαίνει σμικρύνω, ανατάσσω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, βράζω κτ μέχρι να μείνει..., μειώνομαι, ελαττώνομαι, απλοποιώ, μειώνω, μειώνω το επιτόκιο, μειώνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω σημαντικά, συμπυκνώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω, περιορίζω, συνοψίζω, βλάπτω, ρίχνω, -, ξεχωρίζω, φτιάχνω σε κλίμακα, χαμηλώνω, μειώνω, μειώνω, περικόπτω, κανονικοποιώ, συγκρατώ, μειώνω, απεικονίζω προοπτικά, αφαιρώ από κτ, περιορίζω, συμπυκνώνω, ελαττώνω, μειώνω, περικόπτω, κουρεύω, κόβω, μικραίνω, περιορίζω, εξαντλώ, στερεύω, περιορίζω, συρρικνώνω, ξεχωρίζω, ξεδιαλέγω, αμβλύνω, μετριάζω, περιορίζω, ελαχιστοποιώ, μετριάζω, απαλύνω, περιορίζω, περικόπτω, ελαττώνω, μειώνω, συμπιέζω, συμπυκνώνω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, καταντώ κπ να κάνει κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ, διαλύω κτ σε κτ, υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ, ξεστοκάρω, κάνω σκόνη, χτυπάω, χτυπώ, αυτός που κάνει περικοπές, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρηση, σκίζω, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξισώνω, μετριάζω τις συνέπειες, λιγοστεύω, μικραίνω, περιορίζομαι, κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, κατά βάθος, στην ουσία, αλέθω, μειώνω κατά το ήμισυ, υποδουλώνω, σκλαβώνω, μειώνω το κόστος, περιορίζω το κόστος, σκίζω, τραβώ, διαλύω, σκίζω, συμπυκνώνω, πολτοποιώ, τρίβω, αλέθω, μειώνω, μειώνω τα στρατεύματα, ασκώ έντονη κριτική, καίω ολοσχερώς, εξισώνω κτ με κτ, μειώνω κτ σε κτ, κάνω περικοπές, περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, αλέθω, κόβω, απολύω, κάνω σκόνη, καίω ολοσχερώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης réduire
σμικρύνω(Imprimerie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que je réduise cette affiche en A3 pour la faire tenir sur une feuille A4. Θα πρέπει να κάνω σμίκρυνση σε αυτή την αφίσα Α3 για να χωρέσει σε χαρτί Α4. |
ανατάσσωverbe transitif (une fracture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comme Helen s'était cassé le bras, son médecin a réduit la fracture et a mis son bras dans le plâtre. |
μειώνω, ελαττώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maintenant que Trevor a perdu son emploi, il doit réduire ses dépenses mensuelles. Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του. |
μειώνω, ελαττώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'usine a dû réduire son personnel à cause d'un manque de demande pour son produit. Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του. |
βράζω κτ μέχρι να μείνει...verbe transitif (Culinaire) (πχ μισό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Faites réduire le vin en le faisant bouillir dans une casserole. |
μειώνομαι, ελαττώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le nombre de visiteurs dans cette ville a diminué au cours des dernières années. |
απλοποιώverbe transitif (Mathématiques) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fraction 5/10 peut être simplifiée (or: réduite) à 1/2. |
μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω το επιτόκιοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνωverbe transitif (σταδιακά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω σημαντικά
|
συμπυκνώνομαιverbe intransitif (Cuisine) (υγρό, βράσιμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Faites bouillir l'eau jusqu'à ce qu'elle réduise à 10 ml. Ζέστανε το νερό μέχρι να συμπυκνωθεί σε όγκο περίπου 10 ml. |
μειώνω, ελαττώνωverbe transitif (des problèmes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nouvelle secrétaire de Katya a énormément réduit la masse de travail. Η νέα γραμματέας της Κάτιας την ελάφρυνε κατά πολύ από τον βαρύ φόρτο εργασίας της. |
περικόπτω, μειώνω, ελαττώνωverbe transitif (les dépenses) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les coupes budgétaires ont forcé l'entreprise à réduire ses dépenses. |
μειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En ces temps économiquement durs, de nombreuses familles ont réduit leur budget de courses à quelques articles essentiels. Σε αυτή τη δύσκολη οικονομικά εποχή πολλές οικογένειες έχουν μειώσει τα ψώνια τους σε λίγα βασικά πράγματα. |
ελαττώνω, μειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous allons devoir réduire nos effectifs. |
μειώνω, περιορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand l'équipe a décidé de réduire le tableau de service, tout le monde s'est inquiété. Όταν αποφασίστηκε να περιοριστεί το ρόστερ της ομάδας, όλοι αναστατώθηκαν. |
συνοψίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλάπτωverbe transitif (des chances, une utilisation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les commentaires de Bob sur le chômage ont réduit ses chances d'être réélu. Τα σχόλια του Μπομπ για την ανεργία έχουν μειώσει τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί. |
ρίχνωverbe transitif (les prix) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chaîne de supermarché est en train de réduire ses prix afin d'attirer plus de clients. Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. |
-verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) On a réduit nos bagages à une valise chacun. Μειώσαμε τις αποσκευές μας σε μία ο καθένας. |
ξεχωρίζω(αυτό που προτιμώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elsa regarda l'ensemble des cours disponibles et réduit finalement son choix à deux universités. |
φτιάχνω σε κλίμακαverbe transitif (taille : dessin, carte, ...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a réduit la maquette pour qu'elle fasse un dixième de sa dimension réelle. Έφτιαξε το μοντέλο υπό κλίμακα, έτσι ώστε είχε το ένα δέκατο του τελικού μεγέθους. |
χαμηλώνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le météorologue a réduit les prévisions d'orage à des vents violents. Το δελτίο καιρού κατέβασε την πρόβλεψη από θύελλα σε καταιγίδα. |
μειώνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais réduire la charge émotionnelle dans ce passage du texte. Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο. |
μειώνω, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce service devra réduire son budget l'année prochaine. |
κανονικοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκρατώ(ses dépenses,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maintenant que je suis au chômage, il va falloir réduire nos dépenses. |
απεικονίζω προοπτικά
|
αφαιρώ από κτverbe transitif Une éraflure de la peinture diminuait fortement la valeur du tableau. |
περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous réduirez le champ de recherche de la police si vous lui donnez une description aussi détaillée que possible de l'agresseur. Αν δώσεις όσο το δυνατόν πιο ακριβή περιγραφή του κλέφτη στην αστυνομία θα μπορέσουν να περιορίσουν την έρευνά τους. |
συμπυκνώνωverbe transitif (Cuisine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faites réduire la sauce en la faisant frémir rapidement. |
ελαττώνω, μειώνω(tension) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a relâché la corde pour en réduire (or: diminuer) la tension. Χαλάρωσε το σκοινί για να μειώσει την τάση. |
περικόπτωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise connaît des difficultés ; nous allons devoir réduire les effectifs. |
κουρεύω, κόβωverbe transitif (les prix) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La boutique a réduit tous ses prix de 20 %. |
μικραίνω, περιορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les profits sont à la baisse donc nous allons devoir réduire le budget cette année. |
εξαντλώ, στερεύω(utiliser complètement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dur travail physique commençait à épuiser la force de Martin. Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν. |
περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les tribunaux aux États-Unis sont censés limiter le pouvoir du président et du Congrès. Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ υποτίθεται πως ελέγχουν την εξουσία του προέδρου και του Κογκρέσου. |
συρρικνώνω(en taille) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La machine à laver a rétréci mon pull. Το πλυντήριο συρρίκνωσε το πουλόβερ μου. |
ξεχωρίζω, ξεδιαλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αμβλύνω, μετριάζω, περιορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan a tenté d'atténuer les dommages de l'inondation en posant des sacs de sable. Ο Νταν προσπάθησε να αμβλύνει τις ζημιές από την πλημμύρα στρώνοντας σακούλες με άμμο. |
ελαχιστοποιώ(μικραίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comment réduire au maximum les risques de ce placement ? Πως μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο μας σ' αυτή την επένδυση; |
μετριάζω, απαλύνω(couleur, contraste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai adouci les photos parce que les couleurs étaient trop vives.. Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές. |
περιορίζω, περικόπτω(faire obstacle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La liberté des étudiants a été limitée à cause du bruit. Οι ελευθερίες των φοιτητών περιορίστηκαν εξαιτίας της φασαρίας που έκαναν. |
ελαττώνω, μειώνωverbe transitif (en temps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons réduire le temps que nous consacrons à traiter les factures. |
συμπιέζω, συμπυκνώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En raison des délais à respecter, nous vous prions de réduire votre discours. |
ελαττώνω, μειώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le temps ne pourra amoindrir notre amitié. Ο χρόνος δεν θα σβήσει τη φιλία μας. |
μειώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons trop dépensé. Nous devons réduire nos dépenses. Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ
En allongeant l'échéance de son prêt immobilier, Jane a réduit ses remboursements mensuels à 400$. Παρατείνοντας τη χρονική περίοδο αποπληρωμής του δανείου, η Τζέιν μείωσε (or: ελάττωσε) τη μηνιαία δόση της σε 400 λίρες. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ
Ian essaie d'arrêter de fumer et a réduit le nombre de cigarettes qu'il fume à trois par jour. Ο Ίαν θα κόψει το κάπνισμα και έχει μειώσει (or: ελαττώσει) τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζει σε τρία την ημέρα. |
καταντώ κπ να κάνει κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Autrefois aisée, elle était désormais réduite à mendier dans la rue. |
αναγκάζω κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ
On ne peut réduire ce conflit à la vision simpliste d'une lutte entre le bien et le mal. |
διαλύω κτ σε κτ
Le bâtiment a été réduit en pièces par la force de l'explosion |
υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ
Ils ont réduit l'éducation à l'apprentissage par cœur. Elle a été réduite à la pauvreté. |
ξεστοκάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω σκόνη(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αυτός που κάνει περικοπέςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous l'avons inscrite à des cours particuliers pour tenter de réduire l'écart entre son niveau de lecture et celui qu'elle devrait avoir. |
εκτονώνω την κυκλοφοριακή συμφόρηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le sénateur a essayé de réduire l'écart entre les deux versions de la proposition de loi. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
εξισώνω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετριάζω τις συνέπειες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λιγοστεύω, μικραίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nos chances d'arriver avant qu'il ne se mette à pleuvoir diminuent. Οι πιθανότητες να φτάσουμε πριν ξεκινήσει η βροχή λιγοστεύουν. |
περιορίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κόβω δαπάνες, κόβω έξοδαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous n'arrivez pas à vous arrêter complètement de fumer, vous pouvez au moins essayer de réduire votre consommation (de cigarettes). Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις. |
περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise doit réduire ses dépenses pour pouvoir poursuivre son activité. |
κατά βάθος, στην ουσία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tout cela se résume à une perte de temps. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτή η απεργία είναι, κατά βάθος, ένα πρόβλημα επικοινωνίας με το προσωπικό. |
αλέθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vieux moulin servait à moudre le blé au 19e siècle. Ο παλιός ανεμόμυλος χρησιμοποιείτο τον δέκατο ένατο αιώνα για να αλέθουν σιτάρι. |
μειώνω κατά το ήμισυverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous devons réduire de moitié la somme que nous dépensons pour la nourriture. |
υποδουλώνω, σκλαβώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Des agents ont été envoyés en Afrique dans les années 1700 pour réduire les populations en esclavage. |
μειώνω το κόστος, περιορίζω το κόστος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκίζω, τραβώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De rage, il a mis son jouet en pièces. |
διαλύωverbe transitif (figuré, familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπυκνώνωverbe transitif (Cuisine) (υγρό, βράσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cuisinier a fait réduire la sauce pour l'épaissir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μάγειρας συμπύκνωσε τα ζουμιά κι έκανε μια πλούσια σάλτσα. |
πολτοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne m'emmène jamais au restaurant parce que j'ai l'habitude d'écraser ma nourriture. |
τρίβω, αλέθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω τα στρατεύματαverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée réduira graduellement le nombre de troupes dans les régions en guerre cette année. |
ασκώ έντονη κριτική(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le patron a perdu patience et a descendu sa secrétaire en flammes. Το αφεντικό έχασε την αυτοκυριαρχία του και την είπε άσχημα στη γραμματέα του. |
καίω ολοσχερώςverbe transitif L'incendie a réduit l'hôtel en cendres. |
εξισώνω κτ με κτ(figuré) |
μειώνω κτ σε κτ
|
κάνω περικοπές
|
περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω(εργατικό δυναμικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai du mal à réduire ma consommation d'alcool quand mes amis n'arrêtent pas de m'inviter à boire des coups. Είναι δύσκολο να περιορίσω το αλκοόλ, όταν οι φίλοι μου συνεχίζουν να με καλούν για ποτό. |
αλέθω(écraser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cuisinier a réduit les bâtons de cannelle en poudre. Ο μάγειρας άλεσε τα ξύλα κανέλας σε σκόνη. |
κόβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le budget de l'année prochaine va devoir être réduit de manière drastique. |
απολύω(εργαζομένους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise a été contrainte de réduire les effectifs sur de nombreux postes autrefois considérés vitaux. |
κάνω σκόνη(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καίω ολοσχερώς(feu) Un incendie a ravagé (or: détruire) l'hôtel. Η πυρκαγιά έκαψε ολοσχερώς το ξενοδοχείο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του réduire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του réduire
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.