Τι σημαίνει το reel στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reel στο Αγγλικά.
Η λέξη reel στο Αγγλικά σημαίνει καρούλι, μηχανισμός ψαρέματος, μπομπίνα, παραπατώ, κλονίζομαι, γυρίζω, reel, -, τραβάω, τραβώ, απαριθμώ, μπομπίνα, καρούλι λάστιχου, από μπομπίνα σε μπομπίνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reel
καρούλιnoun (device for winding [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alice winds the hosepipe onto the reel. Η Άλις τυλίγει το λάστιχο στο καρούλι. |
μηχανισμός ψαρέματοςnoun (device for winding a fishing line) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Michelle turns the reel to wind in the line. Η Μισέλ γυρίζει το ρουλεμάν για να τυλίξει την πετονιά. |
μπομπίναnoun (roll of film) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The director shot three reels today. |
παραπατώintransitive verb (sway: when punched, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tim reeled backwards, stunned by the force of Larry's punch. Ο Τιμ έκανε πίσω ζαλισμένος από τη δύναμη της γροθιάς του Λάρι. |
κλονίζομαιintransitive verb (figurative (be shocked: by news) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Imogen was reeling from the news of the company's failure. Η Ίμοτζεν κλονίστηκε όταν έμαθε για τη χρεοκοπία της εταιρείας. |
γυρίζωintransitive verb (figurative (head, senses: spin) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark spun around and around until his head was reeling. Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε. |
reelnoun (Scottish dance) (σκωτσέζικος χορός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The dancers danced a reel. |
-phrasal verb, transitive, separable (fish: catch) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Once the fish is hooked, reel it in as quick as you can. Όταν πιαστεί το ψάρι στο αγκίστρι, μάζεψε την πετονιά όσο πιο γρήγορα μπορείς. |
τραβάω, τραβώphrasal verb, transitive, separable (figurative (capture the attention of) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new neon sign in our window is really reeling in the customers. |
απαριθμώphrasal verb, transitive, separable (informal (recite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The award-winner reeled off a long list of all the people he wished to thank. |
μπομπίναnoun (spool of movie film) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We found a box full of old film reels in the loft. |
καρούλι λάστιχουnoun (spindle for storing a hose) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
από μπομπίνα σε μπομπίναadjective (of old movie or sound recorders) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του reel
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.