Τι σημαίνει το règles στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης règles στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του règles στο Γαλλικά.

Η λέξη règles στο Γαλλικά σημαίνει χάρακας, κανόνας, χάρακας, κανονισμός, με γραμμές, ρυθμισμένος, κανονισμός, χάρακας, χάρακας, ράβδος μέτρησης, νόμος, διαγραμμισμένος, τακτοποιημένος, κανονισμένος, άγραφος κανόνας, τάξη, πληρωμένος, εξοφλημένος, λύνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, τα βρίσκω, ρυθμίζω, εξοφλώ, αποπληρώνω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, ρυθμίζω, προσαρμόζω, αντιμετωπίζω, υψώνω, συγχρονίζω, ικανοποιώ, εξοφλώ, αποπληρώνω, ρυθμίζω, διευθετώ, διακανονίζω, ρυθμίζω, προσαρμόζω, πληρώνω, συναλλάσσομαι, οργανώνω, σχεδιάζω, πληρώνω, συντονίζω, κάνω πιο καθαρό, κάνω πιο ευκρινή, γενικά, συνήθως, γενίκευση, γενικολογία, γενικά μιλώντας, γενικά, συνήθως, γενικά, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, αρχή, χρυσός κανόνας, απαράβατος κανόνας, εντολή αποσιώπησης, γενικός κανόνας, νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες, χάρακας, ράβδος μέτρησης, νόημα, λογαριθμικός κανόνας, σκληρή πολιτική, εμπειρικός κανόνας, νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων, βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας, ο κανόνας των έξι, ολικός, ολοσχερής, για τους τύπους, για τυπικούς λόγους, τα βασικά, εντάξει, διαμορφωτής, μεσάζων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης règles

χάρακας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ned a mesuré l’hypoténuse du triangle avec sa règle.
Ο Νεντ μέτρησε την υποτείνουσα του τριγώνου με τον χάρακά του.

κανόνας

nom féminin (Maths)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y a une règle qui régit les nombres négatifs.
Υπάρχει ένας κανόνας που ισχύει για τους αρνητικούς αριθμούς.

χάρακας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les étudiants en géométrie doivent avoir des règles afin de pouvoir prendre des mesures.

κανονισμός

nom féminin (νόμος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y a une règle (or: loi) qui interdit de jouer de la musique ici.
Υπάρχει κανονισμός που απαγορεύει να παίζετε μουσική εδώ.

με γραμμές

(papier) (χαρτί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'enseignante a obligé ses élèves à écrire sur du papier réglé (or: à carreaux).

ρυθμισμένος

adjectif (moteur)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κανονισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le manuel du personnel inclut une règle interdisant le port de bijoux durant la manœuvre d'une machine.
Το εγχειρίδιο περιέχει έναν κανονισμό που απαγορεύει στο προσωπικό να φοράει κοσμήματα όταν χειρίζεται μηχανές.

χάρακας

nom féminin (outil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χάρακας, ράβδος μέτρησης

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νόμος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La règle est que l'on doit s'arrêter quand le feu rouge.
Ο νόμος λέει ότι δεν μπορείς να περάσεις με κόκκινο.

διαγραμμισμένος

(papier) (χαρτί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τακτοποιημένος, κανονισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bon, c'est décidé ; nous allons en vacances en Italie, pas en Espagne.
Λοιπόν, είναι κανονισμένο. Θα πάμε στην Ιταλία για τις διακοπές μας, και όχι στην Ισπανία.

άγραφος κανόνας

La norme veut que l'on envoie un mot à quelqu'un pour le remercier d'un cadeau.
Συνηθίζεται να στέλνεις ένα σημείωμα, για να ευχαριστήσεις κάποιον για ένα δώρο.

τάξη

(justice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La société ne peut fonctionner sans ordre.
Η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τάξη.

πληρωμένος, εξοφλημένος

(facture)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Margaret a demandé une copie de la facture payée.
Η Μάργκαρετ ζήτησε ένα αντίγραφο του πληρωμένου λογαριασμού.

λύνω

verbe transitif (un différend, un problème)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont réglé leur problème calmement.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

verbe transitif (une dette)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agence de recouvrement m'a harcelée pendant des semaines jusqu'à ce que j'aie fini de régler ma dette.
Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου.

ξεκαθαρίζω

(un problème, un différend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter et Frank ont réglé leurs différends et sont de nouveau amis. Ella et moi avons finalement réglé les détails de notre plan d'affaires.

τακτοποιώ, συμμαζεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοφλώ, ξεπληρώνω

verbe transitif (transaction commerciale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faudra régler le loyer avant la fin du mois.

τα βρίσκω

verbe transitif (une dette) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu veux bien régler l'addition ? Je réglerai ma dette plus tard.

ρυθμίζω

verbe transitif (un moteur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon ami mécanicien a réglé ma voiture pour moi.

εξοφλώ, αποπληρώνω

(une dette,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je voudrais régler ma facture maintenant.
Θα ήθελα να αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα.

ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après sa mort, son fils a réglé ses affaires.
Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του.

ρυθμίζω

verbe transitif (για βέλτιστη απόδοση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le mécanicien a réglé la voiture.

προσαρμόζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Zelda a ajusté la couleur sur l'écran d'ordinateur.
Η Ζέλντα διόρθωσε το χρώμα στην οθόνη του υπολογιστή.

αντιμετωπίζω

(un problème, une situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipage hissa les voiles et le bateau quitta le port.

συγχρονίζω

verbe transitif (machine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a réglé l'allumage du moteur.

ικανοποιώ

verbe transitif (Droit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnie d'assurance a remboursé toutes les demandes ayant suivi l'accident.

εξοφλώ, αποπληρώνω

verbe transitif (une dette)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a remboursé sa dette d'université en payant tous les mois pendant deux ans.

ρυθμίζω

verbe transitif (μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le technicien d'entretien a réglé toutes les machines de l'usine.

διευθετώ, διακανονίζω

verbe transitif (une réclamation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos données montrent que nous avons déjà traité votre réclamation.

ρυθμίζω, προσαρμόζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois rajuster ma ceinture si je ne veux pas perdre mon pantalon.

πληρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'ai pas d'argent. Peux-tu régler ?
Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις;

συναλλάσσομαι

verbe intransitif (οικονομικές συναλλαγές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οργανώνω, σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia voulait rentrer plus tôt pour s'occuper du dîner.
Η Τζούλια σκόπευε να πάει σπίτι νωρίς για να οργανώσει τα του δείπνου.

πληρώνω

verbe transitif (κάτι ή για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il régla l'addition de son dîner.
Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός.

συντονίζω

verbe transitif (Radio, TV : une station, chaîne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan a réglé la radio sur sa station préférée.
Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό.

κάνω πιο καθαρό, κάνω πιο ευκρινή

(une image)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'image était un peu floue alors John la rendue plus nette.
Η εικόνα ήταν κάπως θολή και έτσι ο Τζον την έκανε πιο καθαρή.

γενικά, συνήθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Généralement, Kelly ne mangeait pas à l'extérieur ; elle préférait cuisiner.
Η Κέλλυ γενικά δεν έβγαινε για φαγητό. Προτιμούσε να μαγειρεύει.

γενίκευση, γενικολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενικά μιλώντας

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γενικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En règle générale, je préfère le chocolat au lait au chocolat noir.
Γενικά προτιμώ τη σοκολάτα γάλακτος απ' τη σοκολάτα υγείας.

συνήθως, γενικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως κανόνας, γενικά, συνήθως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En règle générale, nous nous couchons tôt en semaine.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dévouement de nos employés est l'un des fondements de notre entreprise.

χρυσός κανόνας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La règle d'or consiste à traiter les autres comme tu voudrais être traité

απαράβατος κανόνας

nom féminin

Il n'y a pas de règle stricte (or: absolue) sur ce qui fait de la bonne nourriture pour pique-nique.

εντολή αποσιώπησης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενικός κανόνας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En règle générale, ce sont les parents de la mariée qui paient pour le mariage.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι γονείς της νύφης πληρώνουν το γάμο.

νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες

nom féminin (Droit, Can)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάρακας, ράβδος μέτρησης

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νόημα

nom féminin (καθομιλουμένη,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pour la plupart des étudiants, la règle du jeu est d'obtenir de bonnes notes. Dans le monde des affaires, la règle du jeu, c'est le profit.
Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος.

λογαριθμικός κανόνας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκληρή πολιτική

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπειρικός κανόνας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La règle générale, c'est de séparer les vêtements clairs et foncés en faisant la lessive.
Ο εμπειρικός κανόνας όταν πλένεις ρούχα είναι να ξεχωρίζεις τα ανοιχτόχρωμα από τα σκουρόχρωμα.

νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων

nom féminin (Physique)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας

(surtout au pluriel)

ο κανόνας των έξι

(Pandémie, Royaume-Une)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ολικός, ολοσχερής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle était tellement énervée qu'elle a piqué une colère extrême au milieu du magasin.

για τους τύπους, για τυπικούς λόγους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On devra faire un entretien pour la forme, le service juridique l'exige.

τα βασικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντάξει

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Οι υπάλληλοι ασφαλείας κοίταξαν τα χαρτιά μου και μου είπαν πως όλα ήταν εντάξει.

διαμορφωτής

nom féminin (Construction) (επιπεδοποίηση επιφανειών)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεσάζων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous devons localiser une personne qui règle les problèmes dans une agence gouvernementale.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του règles στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του règles

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.