Τι σημαίνει το retiring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retiring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retiring στο Αγγλικά.

Η λέξη retiring στο Αγγλικά σημαίνει συνεσταλμένος, βγαίνω στη σύνταξη, αποσύρομαι από κτ, αποχωρώ από κτ, αποσύρομαι, αποσύρω, αποσύρομαι, βγάζω κπ στη σύνταξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retiring

συνεσταλμένος

adjective (reserved, introverted)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It was hard for Thomas to assert himself because of his retiring personality.

βγαίνω στη σύνταξη

intransitive verb (stop working)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim is sixty-four and plans to retire next year.
Ο Τζιμ είναι εξήντα τεσσάρων ετών και σχεδιάζει να βγει στη σύνταξη του χρόνου.

αποσύρομαι από κτ, αποχωρώ από κτ

(leave: a career)

George retired from the Navy three years ago.
Ο Τζορτζ αποτρατεύτηκε από το Ναυτικό πριν από τρία χρόνια.

αποσύρομαι

intransitive verb (formal (go to bed) (παλαιό, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lady Catherine stifled a yawn and announced she was retiring.
Η λαίδη Κάθριν κατέπνιξε ένα χασμουρητό και ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί στα ενδότερα.

αποσύρω

transitive verb (stop using: [sth] old)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura decided it was time to retire her old walking shoes, as they were falling apart.

αποσύρομαι

intransitive verb (withdraw: to a place) (σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trevor retired to a mountain cabin for some peace and quiet to reflect on his life.

βγάζω κπ στη σύνταξη

transitive verb (cause to stop working)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company retired Janine on her sixty-fifth birthday, even though she would have liked to carry on working for a few more years.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retiring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.