Τι σημαίνει το saída στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saída στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saída στο πορτογαλικά.

Η λέξη saída στο πορτογαλικά σημαίνει έξοδος, αποχώρηση, έξοδος, έξοδος, έξοδος, έξοδος, αποχώρηση, απόδοση, έξοδος, διέξοδος, αποτέλεσμα, διέξοδος, έξοδος, απόσυρση, αποχώρηση, τρόπος διαφυγής, αποχώρηση, μικροφωνισμός, έξοδος, εκδρομή, αδιέξοδο, αποσύνδεση, αποσύνδεση, κεφαλή ντους, είσοδος/έξοδος, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αναχώρησης, αδιέξοδο, έξοδος, εξερχόμενα, αδιέξοδο, έξοδος κινδύνου, έξοδος κινδύνου, το μόνο που μπορείς να κάνεις, αδιέξοδο, αδιέξοδο, αδιέξοδο, έξοδος κινδύνου, δρόμος διαφυγής, έξοδος κινδύνου, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η έξοδος, απαγορεύεται/δεν υπάρχει έξοδος, χώρος/περιοχή εκκίνησης, γραμμή εκκίνησης, εκδήλωση των σεξουαλικών προτιμήσεων κπ, βατήρας εκκίνησης, εύκολη λύση, ακροφύσιο νερού, έξοδος νερού, έξοδος, Brexit, εισαγωγή/εξαγωγή, αδιέξοδο, ξεπροβοδίζω, υπογράφω, οδηγώ στην έξοδο, εξερχόμενος, εξερχόμενος, ρούχο που φοριέται πάνω κάτι άλλο, συνήθως πάνω από μαγιό, εξερχόμενα, ότι μπορείς να κάνεις, αδιέξοδο, δρόμος διαφυγής, τρόπος διαφυγής, ανακοίνωση πως κπ είναι ομοφυλόφιλος, εισαγωγής/εξαγωγής, χτυπώ κάρτα, δηλώνω, τυφλός, έξοδος, ξεπροβοδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saída

έξοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando o jogo terminou, os espectadores caminharam na direção da saída.
Όταν τέλειωσε το παιχνίδι οι θεατές πήραν τον δρόμο τους για την έξοδο.

αποχώρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A saída de Trevor deixou apenas quatro pessoas na sala.
Μετά την αποχώρηση του Τρέβορ έμειναν μόνο τέσσερις άνθρωποι στο δωμάτιο.

έξοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Melanie perdeu sua saída e precisou dirigir até a próxima antes de poder fazer o retorno.

έξοδος

substantivo feminino (saída da estrada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A saída é nos fundos do prédio. Não parecia haver saída para o labirinto do Minotauro.

έξοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποχώρηση

substantivo feminino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A saída da geração mais nova está danificando o poder do partido político.
Η απομάκρυνση της νεότερης γενιάς βλάπτει τη δύναμη του πολιτικού κόμματος.

απόδοση

substantivo feminino (elétrica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esse dispositivo tem uma saída de 2kW.
Αυτή η συσκευή έχει απόδοση 2kW.

έξοδος, διέξοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É necessário uma saída para o vapor no banheiro para evitar condensação.
Ένα άνοιγμα για τον ατμό στο μπάνιο είναι απαραίτητο για να αποφεύγονται οι υδρατμοί.

αποτέλεσμα

substantivo feminino (computação, informação)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vamos dar uma olhada na saída.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο αποτέλεσμα.

διέξοδος

(meio de expressão) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A escrita forneceu uma saída para sua criatividade.
Η συγγραφή αποτελούσε μια διέξοδο για τη δημιουργικότητά του.

έξοδος

substantivo feminino (desculpa) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόσυρση, αποχώρηση

substantivo feminino (de competição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audrey venceu o torneio por W.O., após a saída de seu oponente.

τρόπος διαφυγής

substantivo feminino (figurado)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Depois que ele tinha assinado o contrato, não havia saída.

αποχώρηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sua saída deixará o departamento com um grande vazio para preencher.

μικροφωνισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Não estou ouvindo o palestrante falar direito, ele está perto da caixa de som e tem muita microfonia.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα αυτιά όλων πονούσαν από τον μικροφωνισμό όταν το μικρόφωνο πλησίαζε πολύ κοντά στο ηχείο.

έξοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδρομή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Νομίζω ότι κάνει πολύ κρύο για έξοδο σήμερα.

αδιέξοδο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποσύνδεση

(inf.: desconectar) (από υπολογιστή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποσύνδεση

(inf.: saída) (για υπολογιστή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφαλή ντους

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είσοδος/έξοδος

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
João ficaria magoado se ela não o convidasse, mas Maria não viria se ela o fizesse. Era um impasse.
Ο Τζον θα πληγωνόταν αν δεν τον καλούσε, αλλά αν το έκανε, δεν θα ερχόταν η Μαίρη. Ήταν στ' αλήθεια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

αναχώρησης

locução adjetiva (transporte de partida) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Vamos sair de férias no sábado; nosso voo de saída parte às 8:23 no sábado de manhã.
Πάμε διακοπές το Σάββατο. Η πτήση αναχώρησής μας φεύγει στις 8.23 το πρωί του Σαββάτου.

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έξοδος

(teatro: saem todos de cena) (θέατρο: των ηθοποιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξερχόμενα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A rua levava a um beco sem saída, por isso tivemos de dar meia volta.
Ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο, επομένως έπρεπε να γυρίσουμε.

έξοδος κινδύνου

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξοδος κινδύνου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το μόνο που μπορείς να κάνεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έξοδος κινδύνου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δρόμος διαφυγής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έξοδος κινδύνου

(escada de emergência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η έξοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απαγορεύεται/δεν υπάρχει έξοδος

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν υπάρχει έξοδος από αυτόν τον δρόμο, είναι αδιέξοδο∙ θα πρέπει κάνετε αναστροφή και να γυρίσετε πίσω. Δεν υπάρχει έξοδος από αυτό τον διάδρομο.

χώρος/περιοχή εκκίνησης

(área marcada como início de corrida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραμμή εκκίνησης

(marcação no início de uma corrida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκδήλωση των σεξουαλικών προτιμήσεων κπ

(homossexualidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A sua saída do armário não surpreendeu ninguém.

βατήρας εκκίνησης

(atletismo: equipamento de posicionamento dos pés)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εύκολη λύση

(solução menos importante)

ακροφύσιο νερού

(extremidade de uma mangueira para direcionar a água)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έξοδος νερού

substantivo feminino (abertura feita para permitir a passagem de água)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έξοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Brexit

(saída do Reino Unido da União Europeia)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εισαγωγή/εξαγωγή

expressão (computação)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αδιέξοδο

(δρόμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεπροβοδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπογράφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Favor registrar a saída na recepção antes de deixar o prédio.
Παρακαλώ υπόγραψε στην υποδοχή πριν εγκαταλείψεις το κτίριο.

οδηγώ στην έξοδο

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξερχόμενος

locução adverbial (transporte: deixar) (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
O trem de saída está indo para Londres.
Το τρένο που αναχωρεί έχει ως προορισμό το Λονδίνο.

εξερχόμενος

locução adjetiva

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Um cano leva o fluxo de saída de água.
Ένας σωλήνας μεταφέρει την εξερχόμενη ροή του νερού.

ρούχο που φοριέται πάνω κάτι άλλο, συνήθως πάνω από μαγιό

substantivo feminino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
As mulheres usam uma saída de praia sobre o biquíni.

εξερχόμενα

(pasta de e-mails a ser enviados)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ότι μπορείς να κάνεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδιέξοδο

expressão (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δρόμος διαφυγής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρόπος διαφυγής

substantivo feminino (formas de sair de algum lugar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανακοίνωση πως κπ είναι ομοφυλόφιλος

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισαγωγής/εξαγωγής

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπώ κάρτα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você registrou a saída desse equipamento?
Υπέγραψες για να δανειστείς τον εξοπλισμό;

τυφλός

locução adjetiva (σωλήνας: μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Encanadores às vezes trabalham com canos sem saída, que possuem abertura em apenas uma das extremidades.

έξοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Havia uma saída de emergência debaixo da janela em caso de incêndio.
Υπήρχε μια έξοδος κάτω από το παράθυρο σε περίπτωση φωτιάς.

ξεπροβοδίζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saída στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.