Τι σημαίνει το salary στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salary στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salary στο Αγγλικά.

Η λέξη salary στο Αγγλικά σημαίνει μισθός, ετήσιος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, αξιοπρεπής μισθός, προσδοκώμενος μισθός, μικτός μισθός, μεικτός μισθός, καθαρός μισθός, προσδοκία αποδοχών, προσδοκία αποδοχών, συνολικό ποσό αποδοχών, μισθός κατ' αναλογία, μισθολογική κλίμακα, εξαψήφιος μισθός, εξαψήφιος μισθός, πρώτος μισθός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salary

μισθός

noun (pay)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Patsy receives her salary at the end of every month.
Η Πάτσι λαμβάνει τον μισθό της στο τέλος κάθε μήνα.

ετήσιος μισθός

noun (yearly pay total)

This job has a salary of £52,000 per annum.
Αυτή η θέση εργασίας έχει ετήσιες αποδοχές 52.000 λίρες.

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

noun (basic pay level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Inexperienced workers entering this firm are paid the base salary.

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

noun (base level of pay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although sales reps make a basic salary, most of their money is made on commissions.

αξιοπρεπής μισθός

noun (informal (fair pay) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's hard to get a decent salary in these difficult times.

προσδοκώμενος μισθός

noun (pay expected by job candidate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικτός μισθός, μεικτός μισθός

noun (pay before tax)

καθαρός μισθός

noun (earnings after tax)

προσδοκία αποδοχών

plural noun (wage prospects of a job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The recession has caused most of us to lower our salary expectations.

προσδοκία αποδοχών

plural noun (job candidate's hoped-for wages)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνολικό ποσό αποδοχών

noun (annual amount of pay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισθός κατ' αναλογία

noun (wage: full-time equivalent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μισθολογική κλίμακα

noun (pay scale) (εύρος μισθολογίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξαψήφιος μισθός

noun (earnings of thousands of pounds a year)

I get paid a six-figure salary to sit in an office all day and do nothing.

εξαψήφιος μισθός

noun (US (earnings of hundreds of thousands of dollars a year)

πρώτος μισθός

noun (wages when starting job)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salary στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του salary

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.