Τι σημαίνει το scrubbed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scrubbed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scrubbed στο Αγγλικά.

Η λέξη scrubbed στο Αγγλικά σημαίνει καθαρισμένος με τρίψιμο, με θάμνους, με χαμόδεντρα, ακυρωμένος, τρίβω, τρίβω κτ/κπ με κτ, τρίβω, θάμνοι, θαμνότοπος, σκραμπ, αναπληρωματικός, τρίψιμο, ρούχα εφημερίας, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scrubbed

καθαρισμένος με τρίψιμο

adjective (cleaned, esp. with a stiff brush)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με θάμνους, με χαμόδεντρα

adjective (studded with bushes, small trees)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακυρωμένος

adjective (informal (canceled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τρίβω

transitive verb (rub to clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy scrubbed the floor.
Η Λούσι έτριψε το πάτωμα.

τρίβω κτ/κπ με κτ

(rub with [sth] to clean)

Marc scrubbed his face with a flannel to remove the dirt.
Ο Μαρκ έτριψε το πρόσωπό του με μια πετσέτα για να απομακρύνει τη βρωμιά.

τρίβω

(try to clean [sth] by rubbing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abigail scrubbed at the wall, but the graffiti would not come off.
Η Άμπιγκεϊλ έτριβε τον τοίχο αλλά το γκράφιτι δεν έλεγε να φύγει.

θάμνοι

noun (shrubs, small trees together)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The moorland was bleak and nothing but scrub grew there.
Ο χερσότοπος ήταν αφιλόξενος και μονάχα θάμνοι φύτρωναν εκεί.

θαμνότοπος

noun (bush, shrubby area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was some scrub between the forest and the open fields.
Υπήρχε ένας θαμνότοπος ανάμεσα στο δάσος και τα λιβάδια.

σκραμπ

noun (exfoliating product)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Using a scrub is the gentlest way to exfoliate.
Η χρήση ενός σκραμπ είναι ο ηπιότερος τρόπος για να κάνει κανείς απολέπιση.

αναπληρωματικός

noun (US (sports: substitute player)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ned isn't on the first team; he's one of the scrubs.

τρίψιμο

noun (act of scrubbing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kitchen floor is filthy; a scrub would get it clean.

ρούχα εφημερίας

plural noun (surgical clothing)

The doctors were wearing scrubs.

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

transitive verb (informal (cancel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
So, if we could meet on Tuesday. No, hang on, scrub that; let's make it Thursday.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scrubbed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.