Τι σημαίνει το seguida στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seguida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seguida στο ισπανικά.
Η λέξη seguida στο ισπανικά σημαίνει αλλεπάλληλος, στη σειρά, γεμάτος, συνεχόμενα, στη σειρά, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, τηρώ, συνεχίζω, συνοδεύω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω, εμμένω, επιμένω, παρατείνω, συνεχίζω να υπάρχω, ακολουθώ, εξακολουθώ, συνεχίζω, ακολουθώ, ακολουθώ, ερευνώ, εξετάζω, ακολουθώ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, ακολουθώ, ακολουθώ, συνεχίζω, ακολουθώ, ακολουθώ, συνεχίζω, εξακολουθώ, παραμένω, ακολουθώ, παίρνω, ακολουθώ, παρακολουθώ, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, συνεχίζω, ακολουθώ, ακολουθώ, επιμένω, συνεχίζω, θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω, συνεχίζω, εξελίσσομαι, έρχομαι, είμαι, παρακολουθώ, συνεχίζω, συχνάζω, έκτοτε, αρκετά συχνά, πιο συχνά, πολύ συχνά, αμέσως μετά, αμέσως μετά, Έρχεσαι συχνά εδώ;, γκούγκολ, ακολουθούμαι από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seguida
αλλεπάλληλος
El equipo pudo ganar partidos seguidos por primera vez en meses. Η ομάδα κατάφερε να κερδίσει συνεχόμενα παιχνίδια για πρώτη φορά μέσα σε έναν μήνα. |
στη σειρά(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tuvimos temperaturas de más de 34 grados por cinco días seguidos. Για πέντε ημέρες στη σειρά, είχαμε θερμοκρασίες από 34 βαθμούς και πάνω. |
γεμάτος(καθομ: διάρκεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jeremy habló durante una hora seguida.
Los adolescentes tenían tres horas seguidas de inglés por la mañana. |
συνεχόμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No he comido en tres días seguidos. |
στη σειρά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ellos ganaron el campeonato durante cinco años seguidos. |
ακολουθώ το παράδειγμα κάποιουverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La líder de la clase de gimnasia quería que la siguiéramos. |
καταλαβαίνω, πιάνω το νόημαverbo transitivo (AR, coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por más esfuerzo que hagamos, es muy difícil seguir una dieta y adelgazar. Όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουμε, είναι δύσκολο να τηρήσουμε τη δίαιτα και να χάσουμε κιλά. Αυτό το σχέδιο θα λειτουργήσει αν το τηρήσουμε. |
συνεχίζωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siguió como si nada hubiera pasado. Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando vamos al centro comercial mi hermanita siempre quiere seguirnos. |
συνεχίζομαι(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reunión siguió hasta las siete de la tarde, y no habíamos llegado a ningún arreglo. Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de doblarse el tobillo, a la corredora se le hizo muy difícil seguir. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμμένω, επιμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Por qué sigues hablando cuando te pedí que hicieras silencio? Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος; |
παρατείνωverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Me inscribí a una maestría porque quería seguir siendo estudiante lo más posible. Γράφτηκα σε ένα μεταπτυχιακό επειδή ήθελα να παρατείνω τις σπουδές μου για όσο το δυνατόν περισσότερο διάστημα. |
συνεχίζω να υπάρχω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siga el camino hasta llegar a la oficina de correos. Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο. |
εξακολουθώ, συνεχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pocos futbolistas profesionales siguen jugando a los cuarenta. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sigue sus corazonadas, adonde quiere que lo lleven. Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί. |
ερευνώ, εξετάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía sigue varias pistas para cazar al sospechoso. Η αστυνομία ερευνά αρκετά στοιχεία στην αναζήτηση του υπόπτου. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En el alfabeto, la B le sigue a la A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su hija planea seguir con el negocio igual a como era antes. Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra ignoró la pregunta de Jake y siguió hablando. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siguió sin detenerse a comer. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siguiendo el mapa, el hotel debería estar en la esquina de la siguiente calle, a la derecha. Σύμφωνα με το χάρτη, το ξενοδοχείο θα πρέπει να είναι στη γωνία του επόμενου δρόμου στα δεξιά. |
ακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías seguir sus consejos. Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του. |
συνεχίζω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siguió trabajando hasta las seis. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις έξι η ώρα. Το γατάκι συνέχισε να παίζει με τα κρόσια του χαλιού. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yo iré primero, y tú me sigues. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo que sigue es un ejemplo de cómo no hay que actuar. |
συνεχίζω, εξακολουθώverbo intransitivo (πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Colón siguió navegando rumbo al este hasta que encontró tierra firme. Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά. |
παραμένωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Soy feliz y quiero seguir así. |
ακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le siguieron todo el camino hasta su casa. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debemos dejar que los acontecimientos sigan su curso. Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους. |
ακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En el alfabeto cirílico, la B sigue a la A. |
παρακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siguieron cada uno de sus movimientos. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Sigues la política actual? |
καταλαβαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me sigues? |
συνεχίζωverbo transitivo (μια ενέργεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sigue derecho y te vas a encontrar la tienda. Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα. |
ακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alina siguió cuidadosamente el patrón de tejido del jersey. |
ακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roberto siguió los eventos que llevaron a la crisis. |
επιμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Al principio le costaba bastante a Eva, pero persistió y aprobó el examen de conducir al primer intento. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lamento la interrupción, por favor continúe. Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ. |
θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω(estudios) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Melanie hace la carrera de medicina. Η Μέλανι θέλει να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continuaron su conversación después del discurso. Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία. |
εξελίσσομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si el tratamiento continúa con normalidad, el paciente seguramente se recuperará. Αν η θεραπεία εξελιχθεί ομαλά, ο ασθενής πιθανότατα θα αναρρώσει. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El otoño viene antes que el invierno en las estaciones del año. |
είμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿En cuánto está el marcador? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No te detengas (or: no pares): ya queda poco para llegar a la cima. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου. |
συχνάζω(σε κάποιο μέρος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los obreros de la construcción frecuentan el bar los fines de semana. |
έκτοτεlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετά συχνάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Últimamente nos encontramos bastante seguido. |
πιο συχνά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ojalá pudiéramos almorzar juntos más a menudo. |
πολύ συχνάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nos conviene comprar ahora porque estas ofertas no se ven muy seguido. |
αμέσως μετάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Disparó a su mujer y acto seguido saltó por la ventana. |
αμέσως μετάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Llegó la policía y acto seguido llegó la ambulancia. Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία. |
Έρχεσαι συχνά εδώ;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Vienes seguido por aquí? Nunca te había visto. |
γκούγκολ(matemáticas) (δέκα στην εκατοστή δύναμη) Un diez a la centésima potencia es un número más grande de lo que la gente se imagina. |
ακολουθούμαι από κπ/κτlocución verbal La calma siempre va seguida de una tormenta. Η γαλήνη ακολουθείται πάντα από την καταιγίδα. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seguida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του seguida
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.