Τι σημαίνει το sobrepasado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sobrepasado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sobrepasado στο ισπανικά.

Η λέξη sobrepasado στο ισπανικά σημαίνει ξεφεύγω από κτ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, καλύπτω, προσπερνάω, υπερέχω, υπερτερώ, πάνω από, περνάω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, προσπερνάω, προσπερνώ, ξεπερνώ, περνώ, προσπερνώ, ξεπερνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, δεν καταλαβαίνω κτ, περνάω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, υπερβαίνω, ξεπερνώ, φορτώνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, επισκιάζω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω, περνάω, ξεπερνάω, διαπρέπω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, υπερισχύω σε οπλισμό, υπερτερώ, υπερέχω, υψώνομαι πάνω από κπ/κτ, πάταω, ξεπερνώ, προσπερνάω, προσπερνώ, υπερέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sobrepasado

ξεφεύγω από κτ

La clase del profesor sobrepasaba los conocimientos de Alex.
Η διάλεξη του καθηγητή ξεπέρασε τα όρια κατανόησης του Άλεξ.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta estudiante supera al resto de su clase.
Αυτός ο μαθητής υπερέχει όλων των άλλων στο τμήμα του.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La velocidad del coche superaba a la de cualquier vehículo que Lydia había tenido con anterioridad.
Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ξεπερνά την ταχύτητα κάθε οχήματος που είχε παλιότερα στην κατοχή της η Όλγα.

καλύπτω

(límite, obstáculo, dificultad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melinda trabajó duro para sobrepasar los requisitos académicos para entrar a la universidad.
Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο.

προσπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερέχω, υπερτερώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάνω από

Él sobrepasó la edad de retiro de su compañía.
Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του.

περνάω, ξεπερνάω

verbo transitivo (límite, obstáculo, dificultad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberíamos sobrepasar los 1500 metros antes de acampar.
Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily sobrepasó la línea de llegada.
Η Έμιλι πέρασε τη γραμμή του τερματισμού.

προσπερνάω, προσπερνώ

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kelly Holmes acaba de sobrepasar a Hasna Benhassi.
Η Κέλλυ Χόλμς μόλις προσπέρασε την Χάσνα Μπενχάσι.

ξεπερνώ, περνώ, προσπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan sobrepasó la fecha de entrega.
Η Σούζαν υπερέβη την προθεσμία της.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las ventas de Android sobrepasaron las ventas de iPhone.
Οι πωλήσεις των τηλεφώνων Android έχουν ξεπεράσει τις πωλήσεις των iPhone.

δεν καταλαβαίνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todo este tema de la economía me sobrepasa.

περνάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los corredores de picadas sobrepasaron el límite de velocidad.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El nuevo edificio sobrepasará la antigua torre por dos pisos.
Το νέο κτίριο θα είναι ψηλότερο από το παλιό κατά δύο ορόφους.

ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El coste de la obra excedía £50.000.
Το κόστος της εργασίας ξεπέρασε τις 50.000 λίρες Αγγλίας.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La demanda del nuevo teléfono ha superado nuestras reservas.
Η ζήτηση για το νέο μας τηλέφωνο έχει υπερβεί την προσφορά.

υπερβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía se excedió en su autoridad cuando arrestó al alcalde.

υπερβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El empleado excedió su autoridad cuando trató de decirle a su colega cómo debía comportarse en el trabajo.
Ο εργαζόμενος υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του όταν προσπάθησε να πει σ' ένα συνάδελφο πως να συμπεριφέρεται στη δουλειά.

ξεπερνώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los resultados de su examen excedieron a los de todos sus compañeros.
Η βαθμολογία του στο διαγώνισμα υπερβαίνει τους βαθμούς όλων των συμμαθητών του.

φορτώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajo abruma a Maggie en este momento.
Η Μάγκυ είναι πνιγμένη στη δουλειά αυτή τη στιγμή.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay una demanda que supera suministros.

επισκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su actuación superó a la del cantante que vino antes que él.
Η ερμηνεία του επισκίασε τον τραγουδιστή πριν από αυτόν.

ξεπερνάω, περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La velocidad del cohete rápidamente excedió los doscientos kilómetros por hora.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick excedió el presupuesto.

ξεπερνώ

(rival)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El navegante dejó atrás a los otros barcos cuando navegó por el Atlántico.

ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Εκείνο το τμήμα ξόδεψε περισσότερα χρήματα από ότι διέθετε.

περνάω, ξεπερνάω

(σε επιτυχία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía desarrolló un sistema de juego multimedia que le permitió ganarles a sus rivales.
Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της.

διαπρέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La población de China sobrepasa en número a la nuestra.

υπερτερώ, υπερέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim superó a los otros corredores.

υπερισχύω σε οπλισμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπερτερώ, υπερέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υψώνομαι πάνω από κπ/κτ

(en estatura, tamaño)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάταω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que pasar por encima de la gente para conseguir lo que quieres en este negocio.

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucía sobrepasó a su hermana mayor.

προσπερνάω, προσπερνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερέχω

(σε βάρος: με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un SUV es más pesado que un deportivo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sobrepasado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.