Τι σημαίνει το soon στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soon στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soon στο Αγγλικά.

Η λέξη soon στο Αγγλικά σημαίνει σύντομα, σύντομα, πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω, σύντομα, αμέσως, μόλις, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, επικείμενος, επαπειλούμενος, περαστικά, πόσο σύντομα, πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα, και πολύ άργησε, πολύ σύντομα, Τα λέμε!, τόσο νωρίς, σύντομα, λίγο μετά, λίγο μετά, σύντομα, λίγο αργότερα, Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, πολύ σύντομα, γρήγορα, σύντομα, θα προτιμούσα, περιμένω σύντομα νέα σου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soon

σύντομα

adverb (a short time from now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He will be arriving soon. Get ready.
Θα φτάσει σύντομα. Ετοιμάσου.

σύντομα

adverb (early)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
How soon can you get here?
Πόσο γρήγορα μπορείς να είσαι εδώ;

πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω

adverb (prematurely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All too soon, the lovely dinner date came to an end.

σύντομα

adverb (informal (in the near future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred's in an important meeting and I don't expect him to be out anytime soon.

αμέσως, μόλις

conjunction (the moment that)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I will pay for your ticket as soon as you make the reservation.
Μόλις κάνεις την κράτηση θα πληρώσω το εισιτήριό σου.

το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα

adverb (as early as is feasible)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's imperative that I speak with you as soon as possible.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

adverb (acronym (as soon as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please send your reply to the following address ASAP.

επικείμενος, επαπειλούμενος

adjective (imminent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The poster advertising the movie said "Coming soon".

περαστικά

interjection (expressing wish for recovery)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I heard you came down with the flu. Get well soon!
Άκουσα ότι έπαθες γρίπη. Περαστικά!

πόσο σύντομα

adverb (when the earliest time will be)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
How soon can I see the doctor?

πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα

conjunction (the earliest time that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I want to know how soon he can come.

και πολύ άργησε

expression (informal (it is overdue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It seems like spring has finally arrived, and it is none too soon for me.

πολύ σύντομα

adverb (in the near future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pretty soon, the days will be long and hot.

Τα λέμε!

interjection (informal (goodbye for now) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
See you soon, Edna!
Τα λέμε σύντομα Έντνα!

τόσο νωρίς

adverb (at such an early time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σύντομα

adverb (at an unspecified point in the near future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λίγο μετά

adverb (a short while later)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I was born at 3pm; my twin brother followed soon after.
Γεννήθηκα στις 3 μ.μ.· ο δίδυμος αδερφός μου ακολούθησε λίγο μετά.

λίγο μετά

preposition (just following)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The team fired their manager soon after losing the game.
Η ομάδα απέλυσε τον προπονητή της λίγο μετά την ήττα στον αγώνα.

σύντομα

adverb (before long)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You'll be back in town soon enough.

λίγο αργότερα

adverb (formal (shortly afterwards)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε

interjection (informal, abbr (We will speak again soon)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

adjective (excessively early)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's too soon to tell whether the operation is a success or not.

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

adverb (prematurely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I arrived too soon and had to wait for them to open the store.

πολύ σύντομα

adverb (in a short while from now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We will be leaving very soon.

γρήγορα, σύντομα

adverb (rapidly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θα προτιμούσα

auxiliary verb (would rather)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιμένω σύντομα νέα σου

interjection (informal, written (I hope you will write to me soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soon στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του soon

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.