Τι σημαίνει το speech στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης speech στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του speech στο Αγγλικά.

Η λέξη speech στο Αγγλικά σημαίνει λόγος, ομιλία, ομιλία, ομιλία, ομιλία, λόγος, συνδεδεμένη ομιλία, βγάζω λόγο, ευθύς λόγος, ιδιωματισμός, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του λόγου, έκφραση/δήλωση μίσους, που αντιμετωπίζει πρόβλημα ακοής και ομιλίας, πλάγιος λόγος, απώλεια λόγου, βγάζω λόγο, μέρος του λόγου, λόγος, δημόσια ομιλία, εισαγωγικά, πλάγιος λόγος, μπερδεμένη ομιλία, συννεφάκι κειμένου, μπαλονάκι κειμένου, πρόβλημα ομιλίας, ομιλία, λογοθεραπεία, αναγνώριση ομιλίας, σύστημα σύνθεσης ομιλίας, λογοθεραπευτής, λογοθεραπεύτρια, λογοθεραπεία, συντάκτης ομιλιών, συντάκτρια ομιλιών, σύνταξη ομιλιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης speech

λόγος

noun (uncountable (oral communication)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Free speech is a necessity in a democracy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί δε μιλάς; Έχασες τη λαλιά (or: μιλιά) σου;

ομιλία

noun (uncountable (pronunciation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
People tend to have slurred speech after a few beers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το παιδί έχει προβλήματα στην άρθρωση και το παρακολουθεί λογοθεραπεύτρια.

ομιλία

noun (uncountable (way of speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most young people's speech is full of slang.
Ο λόγος των περισσότερων νέων είναι γεμάτος λέξεις της αργκό.

ομιλία

noun (uncountable (faculty of speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Speech is one of the things that separates humans and animals.
Η ομιλία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα.

ομιλία

noun (declaration, address)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The vice president's speech was politely applauded.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στους αμερικάνικους γάμους συνηθίζεται να βγάζει λόγο ο κουμπάρος.

λόγος

noun (speech on accepting [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Have you got an acceptance speech prepared just in case you win the Oscar?

συνδεδεμένη ομιλία

noun (sounds of fluent language)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βγάζω λόγο

verbal expression (speak publicly)

ευθύς λόγος

noun (actual words spoken)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιδιωματισμός

noun (idiom)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Should I interpret that literally or is it only a figure of speech?

ελευθερία του λόγου

noun (speech unrestrained by censorship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seventy percent of Americans agreed that people should have the right to free speech.

ελευθερία του λόγου

noun (right to express oneself freely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freedom of speech is one of the fundamental freedoms of a true democracy.

ελευθερία του λόγου

noun (right to express oneself freely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freedom of speech and expression broadens the concept of free speech to include the visual arts, music, and so on.

έκφραση/δήλωση μίσους

noun (speech inciting hatred)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που αντιμετωπίζει πρόβλημα ακοής και ομιλίας

adjective (partially deaf with speaking difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In this classroom, there is one child who is hearing and speech impaired.

πλάγιος λόγος

noun (grammar: reported speech) (γραμματική)

An example of indirect speech is, "Marty said he needed to talk to Charlotte."

απώλεια λόγου

noun (inability to speak due to trauma, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After witnessing the horrific murder he experienced temporary loss of speech.

βγάζω λόγο

verbal expression (address an audience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the birthday party everyone asked Grandpa to make a speech. The father of the bride gave a speech, welcoming his new son-in-law to the family.

μέρος του λόγου

noun (grammatical category of a word)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Can you identify the part of speech of this word? Is it a noun, a verb, or an adjective?
Μπορείς να αναγνωρίσεις τι μέρος του λόγου είναι αυτή η λέξη; Είναι ουσιαστικό, ρήμα ή επίθετο;

λόγος

noun (public talk written in advance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημόσια ομιλία

noun (talk made to an audience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have to give a public speech today – that's why I'm feeling so nervous.

εισαγωγικά

noun (usually plural (punctuation indicating speech, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Should quotation marks come before or after a full stop?

πλάγιος λόγος

noun (indirect quotation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπερδεμένη ομιλία

noun (abnormal way of talking)

Some people have slurred speech when they're drunk.

συννεφάκι κειμένου, μπαλονάκι κειμένου

noun (cartoon: spoken text in a balloon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόβλημα ομιλίας

noun (speaking disorder)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He has a speech impediment which makes him hard to understand.

ομιλία

noun (act of addressing the public formally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογοθεραπεία

noun (study of speaking disorders)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναγνώριση ομιλίας

noun (computers)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύστημα σύνθεσης ομιλίας

noun (device that imitates human voice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λογοθεραπευτής, λογοθεραπεύτρια

noun ([sb] who treats speaking disorders)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
When I was a child, a speech therapist helped me with my lisp.

λογοθεραπεία

noun (treatment for speaking disorders)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Raymond had to have speech therapy following the operation on his tongue.

συντάκτης ομιλιών, συντάκτρια ομιλιών

noun (scriptwriter of a public address for [sb] else)

σύνταξη ομιλιών

noun (scriptwriting of public addresses for [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του speech στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του speech

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.